Πολύ με συνεκίνησε η επίσκεψη σε Τράπεζα
Όπου τριάντα συνταξιούχοι συνωστίζοντο
Για την κατοχή τεσσάρων καθισμάτων. Είναι
Ανίκητος των νέων συσκευών η θέσπισις
Και μόνον δύο ευσταλείς εκ καραβανάδων
Ογδοντάρηδες (ξεχωρίζουν από στυλάτα μπουφάν
Και κασκόλια ριγέ με κρόσια, εποχής Άλντο Μόρο
Τότε που σε κάποια του ΝΑΤΟ μονάδα υπηρέτουν)
Κρατούσαν το παράστημα, ως έμπειροι. Αλλά
Αντί να θυμώνω, πλερώνοντας απαίσια πανωτόκια
Η όψη μου μαλάκωσε στη θέα ασπρομάλλας
Γερόντισσας, δυό κάτια, που εφόρει παλτουδάκι
Ψαροκόκκαλο, χακί, ρεγκλάν, τέως μοχαίρ
Με θαμπές νιφάδες ποντικί γραμμώσεων, οπότε
Είπα εις εαυτόν: «1963. Ωσάν του Κίζα και της Μέλκα
Τες τελευταίες παραλαβές, ότε απέκτησα το πρώτο
Του βίου κοστουμάκι. Κι εκείνη, θα άστραφτε εξαίσια
Ετών πιθανώς εικοσιτεσσάρων, στην πρώτη δουλειά,
Στον πρώτον αρρεβώνα, μοδάτη και γαμπρίζουσα
Απ΄τον Καιρό, που δεν της πρόσθετε βασανάκια
Αλλά τις ελπίδες που άνθιζαν με τη Δημοκρατία
Αυτήν που έδειχνε να αναθάλλει ορμητική, χωρις
Να δίνει σημασία του Γαρουφαλιά τη σκοτεινή ματιά»