Το τρίτο στεφάνι και η παρτενέρ
22-02-2018

Είμαι 45 χρονών και είναι η πρώτη μου φορά σε νοσοκομείο. Ήμουνα «σιδερένια», Δόξα τω Θεώ.  Όμως και τα σίδερα κάποτε λυγάνε.

Από 10 χρονών παιδί ακολουθώ τον κυρ Δημοσθένη στις περιπλανήσεις του ανά τον κόσμο.  Ήταν σαν χθες θυμάμαι που ο πατέρας μου με παράδωσε στην κυρά Παρασκευή, μια μαυροντυμένη γριούλα να με πάει καλοκαίρι του 1985 στην Αμερική στο σπίτι του γιού της, του Δημοσθένη. Δεν ξέραμε γρι Εγγλέζικα ούτε εκείνη ούτε εγώ, απόφοιτες δημοτικού είμαστε άλλωστε.

Ο κύριος Δημοσθένης ήτανε παντρεμένος -μικροπαντρεύτηκε στα 27 του- με μία Αμερικάνα γαλλο-πολωνικής καταγωγής, αναθρεμμένη καθολικά, και είχανε 2 παιδιά, την Κατερίνα 9 χρονιών και τον Θεόφιλο 5 χρονών.  Η δουλειά μου ήτανε να βοηθάω στο σπίτι. Δε μίλαγα εγγλέζικα και φυσικά δεν μπορούσανε να με εμπιστευτούνε τα παιδιά, παιδί ήμουνα κι εγώ. Είχανε ένα μεγάλο σπίτι, μονοκατοικία σε δύο ορόφους και μια αυλή μισό στρέμμα. Πού να φανταστώ τέτοια σπίτια στην Ελλαδίτσα μας! Mόνο στα βόρεια προάστια.  Καλοπερνάγανε, κάθε λίγο και λιγάκι να τρώνε έξω, κάθε χρόνο διακοπές το καλοκαίρι, επίσκεψη στα πεθερικά για να γιορτάσουνε μαζί Χριστούγεννα και φυσικά, ταξίδια στην Ελλάδα.  Το κοριτσάκι μίλαγε καλά ελληνικά, το αγόρι δεν ήξερε παρά μονάχα μερικές λέξεις, το όνομα του, γιαγιά, μαμά, μπαμπά, ευχαριστώ, παρακαλώ, «άντε γαμήσου».

Ο κύριος Δημοσθένης δούλευε για μια μεγάλη πετρελαιο-εταιρεία και η γυναίκα δίδασκε εγγλέζικα στο πανεπιστήμιο.  Το ανδρόγυνο τα πήγαινε καλά ή τουλάχιστον έτσι φαινότανε ως τη στιγμή που η κυρία άρχισε τις συχνές επισκέψεις στα ψυχιατρικά νοσοκομεία που κράταγαν πάνω από 1 μήνα το χρόνο. Τον λυπόμουνα τότε τον κύριο Δημοσθένη γιατί δεν είχε κανένα αποκούμπι. Σηκωνότανε νωρίς το πρωί, ετοίμαζε τα παιδιά για το σχολείο τους, πήγαινε στη δουλειά και γύριζε κατασκοτωμένος από την κούραση στις 6:00 το βράδυ να βοηθήσει τα παιδιά με τα μαθήματα τους και να τα βάλει να κοιμηθούνε με ένα όμορφο νανούρισμα που μου άρεσε κι εμένα «κοιμήσου αγγελούδι μου γλυκά, με το τραγούδι μου», του Μίκη νομίζω. Πού εύρισκε την ενέργεια αυτός ο άνθρωπος να τα κάνει όλα αυτά μαζί με καθημερινές επισκέψεις στη γυναίκα του στο νοσοκομείο, είχα πάντα αυτή την απορία. Έτσι ήταν τα πράγματα για 10 ολόκληρα χρόνια.

Μια φορά μονάχα θυμάμαι ότι ζήτησε από τη μάνα του τη κυρά Παρασκευή να έρθει να τον βοηθήσει γιατί δεν μπόραγε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Η μάνα έτρεξε πρόθυμα να βοηθήσει. Της έβγαλε μάλιστα εισιτήριο με ανοιχτή ημερομηνία επιστροφής.  Ένα βράδυ καθόμαστε κι οι τρεις μας μπροστά στο τζάκι. Ο κύριος Δημοσθένης πάντα με το βιβλίο του, η μάνα με το κέντημα της κι εγώ να κοιτάζω τηλεόραση κι ας μη καταλάβαινα Χριστό. Ξαφνικά, τα μάτια της γριούλας γέμισαν δάκρυα. Δεν έβγαζε άχνα, μονάχα έκλαιγε.  Ο κύριος Δημοσθένης την «πήρε το μάτι του». -Μάνα, γιατί κλαις τη ρώτησε. Κι εκείνη πριν ακόμη αποτελειώσει το λόγο του, άρχισε να λέει με αναφυλλητά – Αγόρι μου, μας λένε οι παπάδες στην εκκλησία για κόλαση και παράδεισο κι εγώ βλέπω το παιδί μου να ζει σε μια κόλαση. Την αγγάλιασε σφιχτά και σκούπισε τα μάτια της.  Την άλλη μέρα της έβγαλε εισιτήριο επιστροφής για Ελλάδα. Δεν ήθελε να την βλέπει να υποφέρει.

Το ζευγάρι έμεινε μαζί για 14 χρόνια. Ύστερα χωρίσανε. Η Αμερικάνα πήρε τα παιδιά και όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία. Ο κύριος Δημοσθένης μετακόμισε σε ένα μικρό διαμέρισμα και, φυσικά, πήγα κι εγώ μαζί του. Τον ακολούθαγα παντού.

Τέσσερα χρόνια μετά το διαζύγιο, ο κύριος Δημοσθένης ξαναπαντρεύτηκε Αμερικάνα κι αυτή, γαλλο-ιρλανδικής καταγωγής, αναθρεμένη καθολικά κι αυτή. Η καινούργια του γυναίκα που ήτανε εντελώς διαφορετική από την πρώτη. Ήτανε τύπος αθλητικός, της άρεζε η καλή ζωή, βγαίνανε έξω πολύ τακτικά. Τα παιδιά τα παίρνανε στο καινούργιο σπίτι που αγόρασαν κάθε άλλο Σαββατοκύριακο και στις διακοπές τους, Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Η καινούργια κυρία ήτανε η χαρά της ζωής. Χαμογέλασε λιγάκι το χειλάκι του κυρ Δημοσθένη. Κι αυτή κι εκείνος ξοδεύανε πολύ καιρό στο σπίτι με τα βιβλία. Έμαθα αργότερα ότι η καινούργια κυρία πήρε διδακτορικό στη νοσηλευτική με τη βοήθεια του κυρ Δημοσθένη που φαίνεται πως ήτανε πολύ μορφωμένος. O κύριος Δημοσθένης πλήρωνε τα περισσότερα έξοδα του σπιτιού. Έλεγε και ζούσε το «ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του και ανάλογα με αυτά που έχει να προσφέρει». Η κυρία είχε δυο κορίτσια που για τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο, ξέρω καλά, πως πλήρωνε ο κύριος Δημοσθένης. Κι οι δυο τους ήτανε καθηγητές σε δυο διαφορετικά πανεπιστήμια, εκείνος σε σχολή για μηχανικούς, εκείνη σε σχολή για νοσηλεύτριες.

Ένα βράδυ που καθόμασταν ξανά μπροστά στο τζάκι, αυτοί με τα βιβλία τους κι εγώ με την τηλεόραση, ο κύριος Δημοσθένης είπε κάτι που με έκανε να καταχαρώ. Της είπε πως εκλέχτηκε αναπληρωτής καθηγητής στο πολυτεχνείο στην Αθήνα. Επί τέλους θα ξαναγύριζα κι εγώ στον τόπο μου, στις ρίζες μου. Για πολλά βράδια στο σπίτι γίνονταν ατέρμονες συζητήσεις γι’ αυτή την υπόθεση. Εκείνη του έλεγε στα εγγλέζικα που δεν πολύ-καταλάβαινα -Honey, I don’t want to go to live in Greece. You can go for a year, no longer, see how you’d like it and then come back. Eκείνος επέμενε πως πριν παντρευτούνε είχανε συμφωνήσει ότι κάποτε θα γύρναγε πίσω στον τόπο του. Τα παιδιά είχανε τελειώσει με τις σπουδές τους για τις οποίες πλήρωνε ο κύριος Δημοσθένης, η κόρη πήρε πτυχίο δικηγόρου από το πανεπιστήμιο του Τέξας, κι ο γιος βοηθού λογιστή από ένα μικρό κολλέγιο, community college, τα λέγανε. Ο κύριος Δημοσθένης ένιωθε ότι έφτασε η ώρα του να γυρίσει πίσω στις ρίζες του. Δυο στεφάνια με δυο Αμερικάνες που τις «προίκισε» όπως θα λέγαμε στο χωριό. Με έκανε να θυμηθώ χρόνια αμνημόνευτα που για να παντρευτούνε τα φτωχοκόριτσα φροντίζανε να βγάλουν «βιβλιάριο απόρων κορασίδων», αν φυσικά είχανε και το κατάλληλο μέσο ή αν οι γονείς ανήκαν στη σωστή πολιτική παράταξη.

Κι έτσι ένα πρωί, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2007, 33 χρόνια από τότε που ξενιτεύτηκε ο κύριος Δημοσθένης και 24 χρόνια εγώ, βρεθήκαμε πίσω στον τόπο μας.  Ο κύριος Δημοσθένης νοίκιασε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα όπου θα έμενα κι εγώ, κόντευα 40 χρονών. Μαζί μου πάντα γλυκομίλητος και μετρημένος στις κουβέντες.  Δεν μου ζήτησε ποτέ το παραμικρό. Και ζούσαμε σαν μια οικογένεια. Τα δυο πρώτα χρόνια της επιστροφής κάθε Σαββατοκύριακο έπαιρνε το μικρό αμάξι του ένα Νισσάν Μίκρα και οδηγούσε 500 χιλιόμετρα μπρος 500 πίσω, να πάει να δει την μάνα του, την κυρά Παρασκευή. Εγώ καθόμουνα στο σπίτι στην Αθήνα. Δεν ήθελα να δω τη γριούλα στα χάλια που είχε φτάσει. Εγώ τη θυμόμουνα μαυροντυμένη γριούλα αλλά αρχόντισσα.  Άκουγα ότι έπαθε άνοια κι έβγαινε από το σπίτι στο δρόμο με ένα κομπιναιζόν κι ένα ζευγάρι σαγιονάρες, χειμώνα καιρό,  να σκουπίσει το δημόσιο δρόμο μπροστά στο σπίτι της.  Του καημένου του κυρ Δημοσθένη δεν του φτάνανε τα βάσανα της Αμερικής, τώρα είχε και τα βάσανα μιας μάνας που τυραννιότανε απ’ τους δαιμόνους της. Κάποτε έκλεισε τα μάτια της η γριούλα κι ο κυρ Δημοσθένης σταμάτησε να πηγαίνει τα μεγάλα ταξίδια του στη Μακεδονία.

Πίσω στην Αθήνα δούλευε σκληρά.  Αγαπούσε τη δουλειά του δασκάλου.  Είναι η πιο καλή δουλειά έλεγε γιατί συναναστρέφεσαι με παιδιά και νέους ανθρώπους.  Αυτό κρατάει και το δάσκαλο νέο.  Ένα χρόνο μετά το ετήσιο μνημόσυνο της κυρα-Παρασκευής, ο κυρ Δημήτρης γνώρισε μια κοπέλα τη Λίλλη που δεν είχε παντρευτεί πριν.  Ένα χρόνο αργότερα αποφάσισαν να συγκατοικήσουν.  Ένα μικρό δυαράκι, μεσότοιχο με το δυαράκι της κυρα-Λίλλης, με πολλούς κληρονόμους βγήκε για πούλημα.  Το αγόρασε ο κυρ Δημοσθένης με δάνειο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κι οι δυο τους αποφάσισαν να συγκατοικήσουν.  Επιδιόρθωσαν τα μικρά διαμερίσματα τους που είχαν κτιστεί τη δεκαετία του 60, έκαναν μια πόρτα να ενώνει τα δυο διαμερίσματα κι έφτιαξαν ένα όμορφο και ζεστό σπίτι.  Είχανε κι οι δυο τους περάσει τα 60, εκείνος μάλιστα κόντευε 70.  Χαιρόμουνα το καινούργιο σπίτι μα περισσότερο χαιρόμουνα που επιτέλους αυτός ο άνθρωπος που πέρασε τόσες ταλαιπωρίες βρήκε κάποιον να τον νοιάζεται και να τον φροντίζει. Εκτός από την κυρα Λίλλη, ο κυρ Δημοσθένης απόκτησε επιτέλους και οικογένεια στην Αθήνα. Είχε μονάχα έναν αδελφό που έμενε σε μια πόλη της Μακεδονίας και έκανε τον καθηγητή σε επαγγελματικά λύκεια. Τώρα προστέθηκαν στην οικογένεια του 4 ακόμη αδέλφια, οι αδελφοί της κυρα-Λίλλης και οι γυναίκες τους. Είχε και δυο χαριτωμένες, όμορφες, έξυπνες και σεβαστικές ανηψούλες που σπουδάζανε στο πανεπιστήμιο. Ας είναι καλά όλοι τους…

Ένα πρωί ο κυρ Δημοσθένης ήρθε κι έβαλε το απαλό του χέρι στον ώμο μου.  – Καιρός να κάμεις κάτι κι εσύ, ομορφιά μου. Πετάχτηκα πάνω χαρούμενη -Φυσικά, αφέντη μου. Με έχετε τόσο καλά όλα αυτά τα χρόνια. Δεν πρόλαβα να πω την τελευταία λέξη και με πιάσανε πόνοι στην κοιλιά. Ο κυρ Δημοσθένης με έβαλε σ’ ένα ταξί και με πήγε κατευθείαν σε ένα εφημερεύον νοσοκομείο. Μπόρα είναι θα περάσει κι αυτή.  Νάμαι καλά και να κρατώ συντροφιά σ’ αυτούς τους γλυκούς ανθρώπους.  Έχω κι εγώ αισθήματα κι ας μην είμαι μαντολίνο που του έγραψε κονσέρτα ο κόκκινος παπάς της Βενετιάς. Είμαι ένα απλό λαϊκό μπουζούκι που η κυρα-Παρασκευή το καλοκαίρι του 1985 με πήγε στο γιο της στην Αμερική, κατά παραγγελία του.