Υπήρχε ως νοοτροπία με την κυκλοφορία περιοδικών όπως το «Αθηνόραμα» εκεί γύρω στα 2000. Παραστάσεις, εστιατόρια, ιβέντς, πάρκα θεματικά. Χιλιάδες προτάσεις να περάσεις τον ελεύθερο χρόνο σου μέσα στην πόλη. Θα σπαταλήσεις και άλλο τόσο χρόνο στον δρόμο με τις μετακινήσεις και πάει και αυτή η μέρα, πάει η αργία, πάει το σαββατοκύριακο, πάνε οι γιορτές των Χριστουγέννων, πάνε οι διακοπές του Αυγούστου, πάει το ταξίδι του μέλιτος, πάει η παιδική ηλικία και εφηβική, φτου και πέθανα.
Ειδικά τώρα με τα σόσιαλ μίντια, τα τσεκ ιν, τις συγκρίσεις στη δημοτικότητα, ευζωία, χαρά, τις συγκρίσεις στην φιλία, την ερωτική σχέση, κάθε είδους διαπροσωπική σχέση όλοι μπουχτίζουν τις ζωές τους με καφεδάκια, σινεμαδάκια, φαγητάκια στο πόδι και στο τραπέζι, ταξιδάκια, δώρακια, ψωνάκια.
Το μυαλό άραγε λειτουργεί;
‘Η μέσα σε αυτήν την υπερβολική μετακίνηση, τις πολλές τις συναθροίσεις -που θα έλεγε και ο ποιητής-, τις αναρτήσεις στα μπαράκια και στα κλαμπάκια με φαν φατσούλες και μπεκροπιόματα και ξανά και μανά αλισβερίσι και ξενύχτι και παρεούλες δίχως νόημα και οίστρο και ίδιες συζυτήσεις για τον καιρό, τους μισθούς, τα αφεντικά, το φλερτ με τον απέναντι και τα τσιγάρα να σβήνουν και να ατμίζουν τα ηλεκτρινικά μαραφέτια και να παίρνουν φωτιά οι εσπρεσιέρες και τα τζελάτο να λιώνουν στα πιάτα και τα καπκέικς να σερβίρονται σε ρετρό πιατάκια και εσύ να παρακολουθείς τη ζωή σου μέσα από καρέ πλαστικοποιημένων ευτυχισμένων στιγμων ή ακόμη χειρότερα με καμία διάσταση μέσα σε μία οθόνη και ιστορίες στο Ισνταγκραμ και τουίτς και στιλιζαρισμένα χαμόγελα σε φωτογραφίες που τις βλέπουν χιλιάδες μάτια. Και εκατομμύρια αν είσαι τυχερός όπως η Κιμ Καρντάσιαν.
Και το μυαλό άραγε δουλεύει;
Ιδρώνω όταν σκέφτομαι.
Με το μυαλό μου και το σώμα μου έχω κάνει χιλιάδες πράγματα που άλλοι δεν τα έχουν φανταστεί ποτέ.
Και ας κάθομαι στο σπίτι μου και είμαι δουλειά σπίτι, το τεθλιμμένο ρεπορτόριο ενός άφραγκου υποταγμένου υβριδικού ανθρώπου που τρώει παραφουσκωμένες πιπεριές που μυρίζουν περισσότερο κολλαγόνο και από τα κοτόπουλα σε περίοδο πάχυνσης για σφάξιμο προπαραμονή Χριστουγέννων.
Έτσι μου είπε η βάβω η συνείδηση λίγο πριν πεθάνω. Δεν μετάνιωσα εν ολίγοις για τα ταξίδια που δεν έκανα, για τις διασκεδάσεις που ακύρωσα, για τις φιλίες που δεν δοκιμάστηκαν και τα τηλέφωνα που δεν σήκωσα.
Τουλάχιστον δεν κουράστηκα, αλλά πιο πολύ κουράστηκα.