Άρχισε πριν από τα Χριστούγεννα και συνεχίστηκε όλο το Γενάρη μέχρι σήμερα. Απανωτά τηλεφωνήματα σε καθημερινή βάση κι απροσδιόριστες ώρες, ένδεκα το βράδυ ή τρεις το πρωί. Το ένα τηλεφώνημα είναι καθαρό υβρεολόγιο σε αγριεμένο τόνο. “Motherfucker, why do you want to kick me out of the place?” Προσπαθεί να πει δυο κουβέντες. «Παιδί μου, αυτό το διαμέρισμα το αγόρασα για σένα». Ούτε αυτό κατορθώνει να πει. Φυσικά, το λέει Αγγλικά, μια κι ο γιος του δεν ξέρει παρά μονάχα λιγοστά ελληνικά. Το τηλεφώνημα που ακολουθεί τρεις ώρες αργότερα είναι διαφορετικό, σε ήπιο τόνο. “You said you can come to the US and testify against me, if i do anything harmful to my employer, that son of a bitch. Well, come now and testify that I need to be in a long-term facility for therapy and a group home after discharge. Why, don’t you do it?” «Μα, παιδί μου εσύ ποτέ δεν ήθελες να πας σε group home. Γι’ αυτό και σου αγόρασα με το εφάπαξ που πήρα όταν βγήκα στη σύνταξη το διαμέρισμα που μένεις». “Well, the place is trashed. I tore out the sink, broke the bath tub, took down the cabinets in the kitchen. Fuck your condo”. Η γραμμή νεκρή με την τελευταία λέξη.
Προλαβαίνει να πάρει δυο αναπνοές. Ένδεκα το βράδυ κι ετοιμάζεται να πάει για ύπνο. Αύριο θα πάει στη δουλειά. Θα κάνει μάθημα 2 ώρες, θα δει φοιτητές κατ’ ιδίαν, άλλους με προγραμματισμένη ώρα άλλους που αποφάσισαν να τον δουν γιατί κάτι τους δυσκόλεψε στις ασκήσεις που τους έδωσε. Η πόρτα του γραφείου είναι ανοιχτή όταν είναι στη σχολή και δεν έχει διδασκαλία ή συνάντηση με συναδέλφους ή δεν παρακολουθεί κάποια διάλεξη. Πιστεύει σ’ αυτό που κάνει. Πιστεύει στους νέους ανθρώπους κι αισθάνεται συλλογική ενοχή γι’ αυτά που αφήνει η γενιά του στους νέους. Μια χώρα χρεωκοπημένη, χωρίς ευκαιρίες για δουλειά και δημιουργία. Όμως, κι αυτό με τα παιδιά του -πρόκειται για ενήλικες μεταξύ τριάντα πέντε και σαράντα πέντε- …Προσπαθεί να ηρεμήσει πριν πάει για ύπνο. Σκέφτεται τη ζωή του στο παρελθόν. Παρηγοριέται θυμίζοντας στον εαυτό του πως οι άνθρωποι τη μισή ζωή τους δημιουργούν και την άλλη μισή θυμούνται. Αλλοίμονο σ’ αυτούς που δεν έχουν πράγματα να θυμούνται λέει στον εαυτό του σαν να μιλάει με κάποιον άλλο. Τι ήταν και του ήρθε στο νου το ποίημα του Robert Frost “Hired man” – looking into the past with no pride, looking into the future with no hope”.
Σπούδασε μηχανικός κι ασχολήθηκε στη δουλειά του με τα πετρέλαια, εξόρυξη, διύλιση και παρεπόμενα (πετροχημικά, πλαστικά, ζιζανιοκτόνα) και τα φάρμακα, παραδοσιακά, κυρίως, που δημιουργούνται με χημική σύνθεση. Δυσκολεύεται να πιστέψει πως διάλεξε τη δουλειά του σε συμφωνία με τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες του. Φαίνεται πως τα πήγε καλά στη δουλειά του. Δούλεψε σε πανεπιστήμια κι εργάστηκε για μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Το μεγάλο ταρακούνημα ήρθε με την 4η βιομηχανική επανάσταση που το μοναδικό και κύριο προϊόν της ήταν και είναι η πληροφορία, κάθε λογής δεδομένα για την προσωπική, την κοινωνική, την κοσμική ύπαρξη του κάθε ανθρώπου. Ιστορία της ανθρωπότητας με τέσσερεις επαναστάσεις, η πρώτη με τον ατμό και την αντικατάσταση της εργασίας ανθρώπων και ζωντανών από μηχανές, η δεύτερη με τον ηλεκτρισμό και τη μαζική παραγωγή (assembly line), η τρίτη όταν ρομπότ και υπολογιστές άρχισαν να αντικαθιστούν εργάτες στις γραμμές μαζικής παραγωγής. Τώρα, με την τέταρτη, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (Internet of Things). Πρόλαβε να δει τα τελευταία της δεύτερης επανάστασης, την τρίτη και την αρχή της τέταρτης. Ποιος μπορεί να ξέρει; Τώρα που το προσδόκιμο ζωής έφτασε στα 70 και 80 χρόνια στις ανεπτυγμένες χώρες, μπορεί να δει και το υπόλοιπο της τέταρτης.
Η πιο χρήσιμη ιδέα που πήρε από τη Μηχανική ήταν η ιδέα της «τάξης μεγέθους» των πραγμάτων. Και μια και η πραγματική του αγάπη ήταν η φυσική και τα μαθηματικά, έμαθε γρήγορα να ξεδιαλύνει πότε χρειάζονταν κλασσική μηχανική και πότε κβαντομηχανική για να ερμηνευτεί ή να προβλεφθεί ένα συμβάν. Στην 4η επανάσταση, η φυσική αντικαταστάθηκε στον πυρήνα της νέας επανάστασης από τη βιολογία. Και τα αινίγματα της βιολογίας δεν μπορούσαν να λυθούν με παραδοσιακούς τρόπους. Έπρεπε να εφευρεθούν καινούργιοι αλγόριθμοι για να διαβάζουν το γενετικό κώδικα, την υγεία και την ασθένεια, τη ζωή την ίδια. Η βιολογία ήταν το κομμάτι που υστερούσε. Δεν τους τη δίδαξαν σε καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης του και προσπαθούσε να μάθει βασικά στοιχεία από μόνος του.
Πληροφορία λοιπόν το προϊόν της 4ης επανάστασης. Αναρωτιέται τι ξέρει ο διαδικτυακός κόσμος γι’ αυτόν, τη σύντροφο του και τα ενήλικα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο; Σαφώς περισσότερα από ό,τι ήξεραν οι ίδιοι τους. Μπορούν να διαβάσουν τις σκέψεις τους, τα συναισθήματα, τα «άδηλα και τα κρύφια» της καρδιάς τους; Στην τελευταία διάλεξη είχε ακούσει για «γνωστική πληροφορική» (cognitive computing) και «συναισθηματική πληροφορική» (affective computing). Παναγία μου, ψιθυρίζει, σαν από συνήθεια που απόκτησε από τη μάνα του. Και πάλι στο νου του, ο γιος και τα καμώματα του. Κι ο φόβος του «μεγάλου αδελφού» που παρακολουθεί και ξέρει τα πάντα για τις ζωές των ανθρώπων.
Αφαιρείται για λίγο. Κοιτάει το παλιό ρολόι του τοίχου, ένα εκκρεμές που αγόρασε χρόνια πριν όταν άρχισε να εργάζεται στις ΗΠΑ μετά την κατάθεση της διδακτορικής του διατριβής σε ένα θέμα τυρβώδους ροής. Την ίδια εποχή αγόρασε και το πρώτο στερεοφωνικό του σύστημα, έναν ενισχυτή, ένα πικάπ και δυο τεράστια ηχεία, και μαζί μ’ αυτά και ένα σημαντικό αριθμό δίσκων μουσικής που του άρεσαν από κλασσική μέχρι τζαζ και ελληνική μουσική του Θεοδωράκη, Χατζηδάκη και Σαββόπουλου (Dylan των νεοελλήνων της γενιάς του). Τα κράτησε όλα αυτά στο σπίτι του στην Αθήνα όταν επέστρεψε να διδάξει στο πολυτεχνείο.
Εξακολουθεί να κοιτάζει το παλιό ρολόι. Κι ω του θαύματος, η Χούχου, η γάτα τους (της συντρόφισσας και δική του) πηγαίνει και κάθεται κάτω από το παλιό εκκρεμές. Του έρχεται μια έμπνευση, η γάτα του Schrödinger και το εκκρεμές του Foucault κάνουν ένα ιδανικό δίδυμο. Το πρώτο μέλος για την ερμηνεία της απροσδιοριστίας και του δυισμού στην κβαντομηχανική, το δεύτερο για την απόδειξη της κίνησης της γης με κλασσική μηχανική. Να βρισκότανε κάποιος να μεταφέρει τις μεθοδολογίες αυτές στην ερμηνεία και τη λήψη αποφάσεων στα ανθρώπινα πράγματα -πολλά τα δεινά κι ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλλει-!
Το τηλέφωνο ξανακτυπάει. Το σηκώνει με κόπο λες κι είναι ασήκωτα βαρύ. “Dad, I run out of money. I don’t have even money for groceries. Can you spare a couple of hundred dollars?”. O γιος του πάλι, αυτή τη φορά ικέτης-επαίτης.