ΤΑ ΑΔΕΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Είχε μιαν ιδιαίτερη αδυναμία στα παπούτσια. Τα διάλεγε με προσοχή και ανεξάρτητα από τον τύπο τους, αν ήταν σκαρπίνια από δέρμα ή πρόχειρα αθλητικά, έπρεπε να νιώθει ασφαλή τα πέλματα να εφαρμόζουν. Και αδιάφορο αν ήταν για επίσημες στιγμές ή χρήση καθημερινή, εκείνος τα φρόντιζε με την ίδια επιμέλεια. Είχε μια σχέση φιλική μαζί τους, σχεδόν αγαπησιάρικη.
Στη θέα των άδειων παπουτσιών ένιωθε, ανέκαθεν μια αδιόρατη ανησυχία να τον κυριεύει. ‘Ηταν κάτι το ακαθόριστο, σαν μια ξαφνική ομίχλη να τον τυλίγει.’Ενα ελαφρύ μούδιασμα απλώνοταν αστραπιαία σε όλο του το σώμα κι αμέσως, μετά χανόταν.
Τα άδεια παπούτσια που κάποτε με τόση χαρά αγόρασε, για χρόνια τον “περπάτησαν” σε δρόμους μεγάλα φωτισμένους, αλλά και σε κακόφημα στενά, συχνά τον έφεραν. Τώρα περίλυπα και άδεια – άψυχα, χωρίς υπερβολή – μαραζώνουν ξεχασμένα.
Στην όχθη εκεί της τελευταίας του απόπειρας να δραπετεύσει.