Λαλούσαν τα τζιτζίκια, γουάκα γουάκα στο μπακράουντ.
Η μάνα μου είχε δώσει να πάρω χημικό παγωτό, μισό κόκκινο, μισό κίτρινο, και πήγαινα σφαίρα για το περίπτερο.
Στον δρόμο, πάνω στο χονδρό κλαδί μιας συκιάς, ήταν ένα κορίτσι με μπεζ σορτσάκι. Είχε καστανά ίσια μαλλιά, μπεζ, σαν το σορτσάκι της και το δέρμα της ήταν κι αυτό μπεζ, σαν από σιμιγδάλι.
Έτρωγε σύκα, είχε γδαρμένα γόνατα και στα δύο πόδια, στο ένα μάλιστα είχε και πολύχρωμα τσιρώτα, που δεν είχα ξαναδεί, και τα δάχτυλα της κολλούσαν από το γλυκερό φρούτο.
-Μην τρως παγωτά, μου είπε. Σ’ έχω δει, όλο παγωτά τρως εσύ. Παγωτά τρώνε οι βουτυρομπεμπέδες, και μετά δεν μπορούνε να τρέξουνε και πολύ.
Ενοχλήθηκα με το πείραγμα της. Την κοίταξα. Δεν ήταν ούτε όμορφη, ούτε άσχημη.
-Ούτε εσύ μπορείς να τρέξεις, της φώναξα. Τα πόδια σου είναι λεπτά σαν καλάμια, τα παπούτσια σου σαράβαλα, αμφιβάλω αν μπορείς καν να παίξεις κρυφτό.
-Εγώ δεν τρέχω μου απάντησε. Εγώ ξέρω να σφυρίζω, να ρεύομαι και έχω μάθει να φιλάω, όπως στο σινεμά. Θες να δεις;
-Θέλω.
Να ‘την και άρχισε.. Πρώτα ρεύτηκε δυνατά, μετά σφύριξε τον ροζ πάνθηρα, και τέλος προσγειώθηκε μπροστά μου, παραμέρισε το μαύρο τζόκεϋ καπέλο της και με φίλησε.
Τα χείλη της κολλούσαν, το ίδιο όπως τα χέρια της, αλλά ήταν απαλά, με όμορφο σχήμα νυχιών, παρόλο που τα έτρωγε, τόσο πολύ, που σχεδόν είχαν ατροφήσει τα δάχτυλα της. Η ίδια, μύριζε βιβλιοχαρτοπωλείο, σύκο και τσίχλες λεμόνι.
-Λοιπόν; Τι λες; Πώς σου φάνηκε; ρώτησε.
Εγώ δεν μπορούσα να σταυρώσω λέξη. Είχα μείνει σοκαρισμένα ακίνητος, και το μόνο πράγμα που κινούταν επάνω μου, ήταν το σιδερότυπο στο μπλουζάκι μου, από το περιοδικό Αγόρι.
– Τι έπαθες; Κατάπιες την γλώσσα σου; Δεν έχεις ξαναφιλήσει;
– Όχι. Ναι, στην Πυθία.
– Έχεις ποδήλατο; Θες να πάμε, να φύγουμε από εδώ; Για πάντα. Και στον δρόμο μπορούμε να κάνουμε και μπάνιο στην θάλασσα.
– Έχω ποδήλατο…αλλά δεν μπορώ να φύγω. Είμαι μικρός, εσύ είσαι μεγαλύτερή μου. Σ’ αφήνει εσένα η μάνα σου να γυρνάς μέχρι αργά;
– Πωπω, όλοι βαρετοί είστε σ’ αυτό το μέρος…εσύ δεν είσαι αυτός που μαζί με τον άλλον τον χαζό εκπαιδεύετε βατραχάκια;
– Ναι, εμείς είμαστε.
– Θα μου τα δείξεις; Θέλω να δω.
– Όχι.
– Και γιατί παρακαλώ;
– Γιατί είσαι αλήτισσα. Και άμα θες να ξέρεις, εμείς δεν καπνίζουμε, γιατί θα πάμε στο διάστημα από στιγμή σε στιγμή, με την ομάδα Τζι. Και δεν είμαστε βουτυρομπεμπέδες.
– Μα ούτε εγώ καπνίζω.
– Δεν έχει σημασία. Είσαι αλήτισσα.
– Κι εσύ ψεύτης. Ποτέ δεν θα φύγετε για το διάστημα.
– Θα φύγουμε!
– Καλά, έλα να σε φιλήσω πάλι τότε. Σου αρέσει;
– Μου αρέσει πολύ.
– Θα με πάρετε μαζί σας στο διάστημα;
– Στο διάστημα ναι, τα βατραχάκια ξέχνα τα όμως.
– Φίλησε με.
– Δεν θέλω να φύγω ποτέ από κοντά σου, είσαι η καλύτερη φίλη μου, θέλω να σε παντρευτώ.
– Είσαι ένα μυξιάρικο, εγώ θα παντρευτώ μεγάλο.
– Θα γίνω κι εγώ μεγάλος.
– Μα αφού θα πας στο διάστημα.
– Όταν γυρίσω. Εξάλλου, μαζί θα πάμε.
– Δεν ξέρω τελικά…έλα δώσε μου άλλο ένα. Έτσι.
– Θες να κάνουμε παρέα και αύριο; Θες να σου δείξω το ποδήλατο μου;
– Αύριο θα φύγουμε με τους δικούς μου για Ναύπακτο.
– Και πότε θα ξανάρθεις;
– Δεν ξέρω, ο μπαμπάς μου είναι αστυνόμος. Θα πάμε όλοι στην Ναύπακτο.
– Καλά, κι εδώ τι έκανες;
– Ήρθαμε να δούμε την θεία μου, για μερικές μέρες. Κι εγώ έτρωγα σύκα, και σας έβλεπα που παίζατε στην πλατεία.
– Πώς σε λένε;
– Με λένε Τζο.
– Τι Τζο;
-Τζο. Από το Ιωάννα.
– Είσαι το πιο βλαμμένο κορίτσι που έχω γνωρίσει, δεν μπορείς να φύγεις, δεν θέλω.
– Θα φύγουμε αύριο.
– Θέλω να σε παντρευτώ.
– Εγώ θα παντρευτώ μεγάλο.