Το αθηναϊκό δρομάκι ήσυχο ανάμεσα στις λεωφόρους είναι η εξοχική κατοικία των Φιλιππινέζων της Αθήνας. Την ώρα που σχολάω ο γηραιότερος της φαμίλιας με το γηραιότερο αυτοκίνητο του κόσμου, που περιμένεις να δεις τα πόδια του από κάτω σαν το κινούμενο σχέδιο των Φλίστοουνς να το μετακινεί ουσιαστικά ο ίδιος, το παρκάρει στη γωνία της πολυκατοικίας. Βγάζει σουσάμια και σπόρια σε σακούλες από το πίσω κάθισμα και ταΐζει τα περιστέρια. Δεν μπορείς να περπατήσεις από τα περιστέρια που τσιμπολογούν. Μαύρα περιστέρια, λευκά περιστέρια, γκρι περιστέρια, περιστέρια άντρες, περιστέρια γυναίκες, περιστέρια bisexual, περιστέρια μαφιόζοι, περιστέρια κοντοπόδαρα.
Πολλά πολλά πιτ-πιτ-πουτ-πουτ-γλου-γλου.
Δίπλα, είναι το άντρο τους, το χωματένιο πάρκο που κοιμούνται, κουτουπώνονται και παίζουν πόκερ.
Περνάει μία καρακάξα την ώρα του φαγητού. Πάει να φαει κανένα σποράκι εκεί μέσα στο πανζουρλισμό και την ηδονή της ικανοποίηση της βιολογικής ανάγκης και αυτή η μαύρη, το τομάρι το ξεσαμάρωτο των πτηνών.
«Άντε, μωρή καρακάξα απ’ εδώ! Πήγαινε πλύνε κανένα πιάτο!», ακούγεται από το βάθος.
Η καρακάξα συνέχιζε να γευματίζει με τους φίλους της.
Οι άλλοι στο οδόστρωμα μάχονται στην εκκίνηση.