Ποτέ πια Ποτός
05-02-2018

Μυστήριο μέγα παραμένει στο στομωμένο μυαλό μου το πώς ανταμώναμε οι φίλοι και οι συντροφίτες, σε μια Ελλάδα όπου τα τηλέφωνα ήταν με μανιβέλα σε καφενεία και οι συνεννοήσεις προφορικές και ατελείς. Τι γίνεται, φιλάρα, θα σε δούμε αργότερα; Βεβαίως. Λέω να πάω στον Ποτό, στη Θάσο, αν δεν είμαι στην Κέρκυρα, αλλά μπορεί και να βοηθήσω μια διπλωματική, οπότε, δεν ξεκολλάω από Σαλονίκη.

Θανάσης, Σταμάτης και Πάνος, περάσαμε μισόν Ιούλιο περιοδεύοντας την αρχαία Εγνατία με τη μοτοσικλέτα του Θανάση, στην οποία είχαμε κολλήσει μια ψαροκασέλα με ρόδα για να χωράει τον τρίτο και τα συμπράγκαλα. Μπεεμβέ πενταμισάρα. Μετά το διαλύσαμε-έμεινα δυο μέρες στην Αγροσυκιά, με τους γονιούς μου, να γιάνω από κάτι φοβερά ηλιακά εγκαύματα, στεφάνι στο μέτωπο, και μετά, όλον τον Αύγουστο, με περίμενε δουλειά σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο όπου θέλανε χέρια σχεδιάζοντας ένα στάδιο. Αλλά υπήρχαν μερικές μέρες, από του Προφήτη Ηλία έως της Αγίας Παρασκευής, για διακοπές. Εξ ου και η συνεννόηση με τον Σταμάτη, μάλλον για Ποτό. Πήρα την κυρά, ήμουν και νιόπαντρος και πήραμε την άγουσα.Ταξί, ΚΤΕΛ Καβάλας, φέρι, ΚΤΕΛ για Λιμενάρια. Ξεβραστήκαμε στην παραλία του Ποτού, τότε άχτιστος. Ο Σταμάτης θα δούλευε σε μιαν ανασκαφή, με τη Χάιδω. Δεν ήθελε άλλη συνεννόηση. Ήταν βραδάκι και δυο-τρεις φωτιές στην αμμουδιά. Στην δεύτερη φωτιά, τον είδαμε, με την παρέα του. Νέοι αρχαιολόγοι, άλλοι φοιτητές, δεν θυμάμαι. Εντελώς φυσικά, θαρρείς και δούλευε το χίπικο GPS που τότε έσκιζε.

Καταχαρήκαμε, δώσαμε αναφορά τι και πώς μεσολάβησε τις λίγες μέρες που είχαμε χωρίσει. Λίγα χρήματα, δεν περίσσευαν για ενοικιαζόμενο, τσαϊράδα στο κύμα. Και φωτιά, φυσικά. Ο Σταμάτης είχε συναντήσει εμιγκρέδες (έτσι τους λέγαμε) που γύριζαν από Παρίσι. Στην κιθάρα του, ένα απόκτημα: ο τελευταίος Θεοδωράκης, με στίχους της θρυλικής Μαρίνας.

Μακριά, πολύ μακριά

Ακούγεται η ζωή

Καθώς δεν ήταν να παίξει «τα δικά μας», κάτι «ταμουρκίνους», εκείνο το «θέλουμε χλωρίνη, χλωρίνη κλινέξ» και παρόμοια, όλα με ισοκράτημα, είχε χορδίσει την κιθάρα του κανονικά, για να το παίξει. Η παρέα, γνωστών και αγνώστων, συγκινήθηκε, δάκρυσε και  της ήρθε κόλπος. Πάλι, Σταμάτη, πάλι. Ξαναπαίξτο. Στο τέλος το χορωδήσαμε, ιδίως κράζοντας το φινάλε «κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα» με ράγισμα φωνής στο

Είσαι η ζωή[μου]
Κι αν είσαι μακριά
Τότε εγώ δεν θα υπάρχω.

Δύσκολα τα συνθέτω, μετά τόσα χρόνια. Ο Μάντζιος ήταν εκεί και τα θυμήθηκε, αλλά δεν ήξερα καν πως τον λέγανε, κι ας κάναμε ανταλλαγή σώψυχων. Στην Ελλάδα του Ζωιτάκη και του δεύτερου εξώστη του φεστιβάλ, ψώνια ντυμένοι με αποφόρια απ’ τον Βαρδάρη και κυκλοφορώντας σε άλλες χώρες, όσοι είχαν διαβατήριο και σε νησιά και χαλκιδικούς μυχούς οι υπόλοιποι, τσιτσίδι και εξημμένοι, δεν ξέρω πως διάολο συνέβαινε και τα ραντεβά μας ήταν ακριβή και δεν χανόμασταν ποτέ, ίσως επειδή μιλούσαν τα μάτια ξερωγώ. Λυτρωτική φτώχεια, ακόμη μερικοί μπέρδευαν το Εσωτερικό με τους Κινέζους. Αρκεί να μην υπήρχε καπέλωμα και η κοινωνία να ήτανε κάποτε κριτικά ελεύθερη, ασαφώς καθορισμένη, άλλοι να ελπίζανε πως θα ιδούν το «Αουρόρα» να λάμπουν τα φωτάκια του στον Θερμαϊκό, κι άλλοι να ονειρεύονται Ευρώπη των λαών. Αδέσποτα, χειροποίητα τραγούδια, και σκεπασμένος από ζείδωρο σκοτάδι, μόλις διακρινόμενος από τις λόγχες της κάθε φωτιάς, ένας χαφιές να μην ξέρει τι να πρωτογράψει στην αναφορά του.

Αυτά χρωστάω στον Μίκη, κυρίως αυτά, και τα υπόλοιπα, καπνός, στάχτη και πούλβερη.