(μι_του)
Ατέ έρ’ ται ‘ς σ’ άλας*
Η οδός Αετοράχης στη Θεσσαλονίκη κατέχει εξέχουσα θέση στην μυστηριώδη πολιτεία των παιδικών μου χρόνων. Χωρίς να διαθέτει κανένα από τα χαρακτηριστικά για τα οποία προδιαθέτει, δεσπόζει στην κρημνωδέστερη, πρωτεϊκότερη ψυχική περιοχή, εκεί όπου μέσα στον μεθυστικό ίλιγγο μιας μισοσκότεινης ατελείωτης πτώσης, παράξενα ινδάλματα μεταμορφώνονται αδιάκοπα σε όλες τις δυνατές μορφές και παραμορφώσεις της ψυχοσωματικής ύλης. Τίποτα δεν είναι βέβαιο στην περιοχή αυτή, και τα πράγματα ψάχνουν το όνομά τους και όταν το βρουν το διαψεύδουν διαρκώς.
Δεν ήταν το ωραιότερο σπίτι της οδού Αετοράχης, μα ήταν κάτι περισσότερο: ήταν το μόνο, παρόλο που υπήρχαν και άλλα σπίτια. Μονοκατοικία, φυσικά, πέτρινη, φυσικά, διώροφη, με το ένα πλευρό της γυρισμένο στο δρόμο, και την πρόσοψή της, που κατέληγε σε έναν μυθιστορηματικό στεγασμένον εξώστη Ιουλιέτας, αγκαλιασμένον από γλυσίνες και γιασεμιά, στραμμένη στον κήπο, απλωμένον μπροστά της με μια ευφρόσυνη ατημελησία πλούσιας αχτένιστης κόμης, σαν βαθιά, παραμυθένια λόχμη, μα στολισμένος με τα πιο ευωδιαστά, μυριόχρωμα τριαντάφυλλα, σαν κρυμμένα και σαν φανερά. Ήταν η ακμή ενός δισυπόστατου ευωδιαστού περιβάλλοντος όπου βασίλευαν οι αισθήσεις και το πνεύμα, τα θαλάσσια πνεύματα που έπνεαν απαλά από μακριά, ήταν το τραγούδι τους. Ένα τραγούδι αθώων Σειρήνων.
Στο κέντρο του εξώστη ήταν ένα μικρό τραπέζι με ορθογώνια επιφάνεια κουκουλωμένη με ένα δαντελένιο κάλυμμα. Πάνω στο κάλυμμα μια γυάλινη φρουτιέρα γεμάτη σταφύλια – ήταν Σεπτέμβρης και η γλυκιά ζέστη ακουμπούσε απαλά σε όλα, ζωντανά και άψυχα. Δίπλα στη φρουτιέρα, τρία ανοιχτά βιβλία: «Μαρία Αντουανέτα» του Στέφαν Τσβάιχ, Μαρκ Τουέιν, «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγερ» και Μάργκαρετ Μίτσελ, «Όσα παίρνει ο άνεμος». Ήμουν παραδομένη, στα δέκα μου χρόνια, σε δυο από τα βιβλία που «διέπλασαν ολόκληρη Αμερική» αλλά και στην μυθοπλαστική λιβιδώ της Κεντρικής Ευρώπης. Προσπαθούσα να διαβάσω και τα τρία ταυτόχρονα, γιατί δεν μπορούσα να στερηθώ τα άλλα όσο διάβαζα το ένα. Είχα επινοήσει έναν ιδιόμορφο τρόπο να κάθομαι στην πάνινη πολυθρόνα χωρίς στ’ αλήθεια να κάθομαι, με το ένα πόδι διπλωμένο κάτω από το σώμα γιατί η στάση αυτή μου έδινε το αίσθημα ενός ορμητικού καλπασμού και ταυτόχρονα απόλυτης αυτοσυγκέντρωσης. Πού και πού γιγαντόσωμα διοπτροφόρα σερσέγκια πλησίαζαν μεθυσμένα από τους χυμούς των σταφυλιών με τις μικρές σειρήνες τους στη διαπασών, στη χορογραφία προσθέτονταν ο αόρατος παλμός της αράχνης που αιωρούνταν σε μικρούς χείμαρρους από φωτεινά μετάξια στα ξύλινα δοκάρια της στέγης, και στο περβάζι του εξώστη αιμοβόρα αλογάκια της παναγίτσας καταβρόχθιζαν ανελέητα τα μυρμήγκια. Τα τζιτζίκια ηλέκτριζαν ασταμάτητα την αισθησιακότερη ατμόσφαιρα ηδονής μετά φόνου που πλάστηκε ποτέ. Τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς μέσα σε αυτό το σκηνικό;
Ρουφούσα το μέλι ενός σύκου που ανακάλυψα κρυμμένο μέσα στα λαμπερά σταφύλια, όταν ένα αόρατο χέρι άρπαξε τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγερ» μπροστά στα μάτια μου. Πετάχτηκα τσιρίζοντας και ένιωσα ξάφνου ένα δυνατό τράβηγμα στην αλογοουρά μου. Δεν χρειάζεται νομίζω να σχολιάσω την αλογοουρά. Είδα, καθώς προσπαθούσα να εντοπίσω τον εχθρό, δυο πολύτιμους περουζέδες να με κοιτούν ορεκτικά, δεμένους στο δαχτυλίδι μιας χρυσόξανθης χαίτης, ένα άσπρο καταλεκιασμένο πουκάμισο, δυο δυνατά χέρια χρυσωμένα κι αυτά στο φως και στη λαβή τους τον «Τομ Σόγερ», ενώ από το διπλανό παράθυρο αντηχούσε η θυμωμένη φωνή της θείας Σαββούλας, «Άρη, παλιόπαιδο, άσ’ το κορίτσι ήσυχο, δεν ντρέπεσαι λιγάκι!». Αυτός ήταν ο μακρινός ξάδελφος Άρης.
Ο Άρης δεν προχώρησε σε άλλες συστάσεις. Ήταν λίγο μεγαλύτερός μου, ψηλότερος και δυνατότερος. Ό,τι ξεκίνησε σαν αύταρκες, επιβλητικό εισαγωγικό μουσικό θέμα της κλασικής περιόδου (σκέφτομαι τώρα σαν από επαγγελματική συνήθεια το θέμα των «Παραλλαγών “Ντιαμπέλι”» του Μπετόβεν) συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες σαν καταιγισμός παραλλαγών ατελείωτης επινοητικότητας: την επομένη εξαφανίστηκε με τον ίδιο τρόπο η «Μαρία Αντουανέτα», την άρπαξαν τα χρυσά χέρια της μοίρας και δεν την επέστρεφαν με τίποτα. Φορώντας το βράδυ το νυχτικό μου δέχτηκα την επίθεση ενός γιγαντιαίου σερσεγκιού που κάποιος το είχε τυλίξει σε μυρωδάτα συκόφυλλα και το είχε κρύψει τυλιγμένο στο ένα μανίκι. Την ώρα του μεσημεριανού φαγητού με την υπόλοιπη οικογένεια της θείας Σαββούλας και τη μάνα μου, αισθάνθηκα ένα απαλό αεράκι να φυσά ανάλαφρα κατά μήκος του ενός ποδιού, κάτω από το τραπέζι, που σύντομα μετατράπηκε σε φοβερή φαγούρα, τσούξιμο και φουσκάλες οδυνηρές: ο Άρης διασκέδαζε κάτω από το τραπέζι με μια τσουκνίδα. Μέχρι τότε, η επικοινωνία μας ήταν σωματική και φατική. Μόνον εγώ προσπαθούσα να μιλήσω έναρθρα, με γραμματική και λογική συνοχή, αν και μόνο προς την κατεύθυνση της διαμαρτυρίας. Ο Άρης περιοριζόταν σε μια ακατάσχετη σωματική δραστηριότητα με σωματικές προσεγγίσεις που γίνονταν όλο και πιο επιθετικές, όλο και πιο τυραννικές, όλο και πιο θρασείες και επικίνδυνες. Είχα ορκιστεί να μην παραπονεθώ στους μεγάλους και να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Να τον νικήσω. Να τον ταπεινώσω. Να τον ρίξω κάτω και να καμαρώνω πατώντας τον με το ένα μου πόδι και με τα χέρια στη μέση και το πιγούνι ψηλά. Κάτω το πλήθος θα χειροκροτούσε.
Μα ήταν φανερό πως μολονότι το έργο ακολουθούσε την σύνταξη του θέματος με μπόλικες ισοβαρείς παραλλαγές, κάπου ενέδρευε η φόρμα σονάτας και προετοιμαζόμασταν, μετά από μπόλικη ανάπτυξη και επανεκθέσεις, για τη φοβερή κορύφωση με τα κύμβαλα και το τελικό στρέτο: τη μέρα εκείνη θα πηγαίναμε οικογενειακά «για να παίξετε εσείς τα παιδιά» σε κάποιον μυστηριώδη αναψυκτήριο χώρο όπου δέσποζε ένα φοβερό ικρίωμα με κάμποσες μεταλλικές βαρκούλες να αιωρούνται στο κενό και που είχαν όλες έναν μοχλό. Με τον οποίο ο τιμονιέρης μπορούσε να ανεβοκατεβάζει τη βάρκα από τον Όλυμπο στα τάρταρα και κατά βούλησιν και αντοχήν. Δυστυχώς δεν θυμάμαι την ευφάνταστη ονομασία αυτού του ψυχαγωγικού βασανιστήριου. Έπεσα στα χέρια του κατόπιν ακατανόητης επιμονής των δικών μας να μπούμε οι δυο μας στην ίδια βάρκα. Οι περουζέδες του έλαμπαν σατανικά καθώς μπαίναμε στο βαρκάκι του μαρτυρίου. Είδα τα ζουμερά χειλάκια του να τρέμουν από προσδοκία. Άφωνος άρχισε ψύχραιμα να σκαμπανεβάζει τη βάρκα με αστρονομικές ταχύτητες. Διαλύθηκα, έκανα εμετό, λιποθύμησα, και όταν συνήλθα βρισκόμουν στο κρεβάτι στην Αετοράχης με κάμποσα ζευγάρια μάτια από πάνω μου να με κοιτούν με αγωνία. Αξιοσημείωτο είναι πως η ατυχής εξέλιξη αποδόθηκε σε δική μου «υπερβολική ευαισθησία» και όχι στη βαρβαρότητα του Άρη. Κι εγώ πάλι δεν μίλησα.
Ως εδώ είχαμε το φονικό και τώρα περνάμε σε ακόμα κινδυνωδέστερη περιοχή – στην ηδονή: αποφασίστηκε από τους μεγάλους πως μια τέτοια καλοκαιριάτικη μέρα του Σεπτέμβρη θα έπρεπε να την περάσουμε κοντά στη θάλασσα. Πήγαμε λοιπόν σε μια παραλία με μυθικούς αμμόλοφους – όλα ήταν εκεί μυθικά. Η θάλασσα έλαμπε και φυσούσε μόλις και μετά βίας ένα γλυκό δροσερό αεράκι. Τα πόδια μου βυθίζονταν στην άμμο μέχρι τους αστραγάλους και ο Άρης ήταν παράξενα ήσυχος, σχεδόν μου μίλησε προφέροντας κανονικά τη λέξη «πύργους» – ήθελε να συνεργαστούμε στο χτίσιμο πύργων στην άμμο. Όλες τις πολιτείες που έχτιζα με επιμέλεια, μου τις γκρέμιζε αλλά το έκανε σχεδόν καλοσυνάτα και εγώ, φύση αγαθή, τον κοίταζα σχεδόν με συμπάθεια και γελούσα. Ώσπου μπήκαμε στο νερό. Η ασφυκτική πολιορκία του Άρη που άρχισε αμέσως με αλλεπάλληλες πατητές, με εμπόδιζε να κολυμπήσω, με εμπόδιζε να ανασάνω. Ήταν μια μάχη σώμα προς σώμα από την οποία βγήκαμε εκείνος με σχισμένο βρακί, εγώ με σχισμένο το αστείο ολόσωμο μαγιό μου, μισοπνιγμένη και με μια τεράστια δαγκωνιά στο λαιμό. Είχαμε πέσει ο ένας πάνω στον άλλον με μια απίθανη λαιμαργία που θα γινόταν σίγουρα ανθρωποφαγία – σε άλλους καιρούς. Οι δικοί μας κολυμπούσαν πιο μακριά, πασίχαροι, και χαμπάρι δεν έπαιρναν. Νομίζω πως είχαμε τόσο ακατανόητα αναστατωθεί και οι δυο από την σωματική επαφή που βγήκαμε βοηθώντας ο ένας τον άλλον, κρατημένοι από το χέρι, τρεκλίζοντας, παραζαλισμένοι από μια απαράδεκτη σιωπηλή συνενοχή. Την επαύριο ο Άρης είχε εξαφανιστεί, εγώ καμάρωνα τη σφραγίδα των δοντιών του στον καθρέφτη, και την μεθεπομένη φύγαμε από τη Θεσσαλονίκη.
*«Οι περί τα ποιμενικά ασχολούμενοι πιστεύουν ότι η παροχή άλατος εις τα αιγοπρόβατα συντελεί εις υγείαν και πάχυνσιν αυτών: σφίγγει τα πράματα, ως λέγουν. Την αυτήν γνώμην είχον και οι Βυζαντινοί πρόγονοι ημών· ο γνωστός μάλιστα λόγιος του ΙΑ΄ αιώνος Μιχαήλ Ψελλός συζητεί: «διατί παραβάλλουσιν άλας οι νομείς τοις θρέμμασιν» […]
Τούτου ένεκα οι ποιμένες και τότε έδιδον, αλλά και τώρα προσφέρουσιν άλας εις τα αιγοπρόβατα, επί πλακών αυτό τοποθετούντες ή μετά πιτύρων αναμιγνύοντες, το οποίον ταύτα πολύ ευχαρίστως τρώγουσι, μετά προθυμίας σπεύδοντα εις τας αλατίστρας, τους τόπους δηλαδή όπου τούτο έχει τοποθετηθεί.
Εντεύθεν ορμηθέντες οι Πόντιοι, λέγουσι περί γυναικός ανταποκρινομένης εις την πρόσκλησιν ανδρός, ότι:
Ατέ έρ’ ται ΄ς σ’ άλας.» Φ. ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΤΟΜΟΣ Ε΄, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, Η ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΘΙΜΑ.