Παρά τις υποσχέσεις του μαγεμένος από τις στολισμένες βιτρίνες, ξεχάστηκε και χωρίς να το καταλάβει, άφησε το χέρι της. Κάτι που προφανώς ούτε η μητέρα αφηρημένη θα το ένιωσε, ποιος ξέρει πού να έτρεχε μέσα στην εορταστική παραζάλη ο νους της. Φώτα, μουσικές, κόσμος πολύς και τα μαύρα σκαρπίνια του, μόλις αγορασμένα ως συνήθως από του ΔΡΑΓΩΝΑ ή ενίοτε απ’ το έτερο λαμπρό κατάστημα της εποχής, το Αφοι ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΙ, επί της οδού Αιόλου και τα δύο, βρίσκονταν βεβαίως μέσα στο κουτί που πεισματικά ήθελε εκείνος να το κρατάει με το άλλο, το ελεύθερο χέρι του, το δεξί. Μέσα σε μια στιγμή, όλα άλλαξαν κι από την μαγεία προσγειώθηκε αστραπιαία στον πανικό. ‘Ηταν μόνος, μόνος εντελώς ανάμεσα σ’ ένα άγνωστο πλήθος και πολύ μικρός για να φανεί ψύχραιμος. ‘Αρχισε, λοιπόν να την φωνάζει έντρομος, σιγά στην αρχή και δυνατά, όλος απελπισία όσο κυλούσαν τα λεπτά. Μάταια προσπαθούσαν να τον καθησυχάσουν κάποιοι πρόθυμοι κι ευαίσθητοι διερχόμενοι. Ώσπου εμφανίστηκε από το πουθενά, εξ ίσου πανικόβλητη και τον πήρε στην αγκαλιά της. ‘Ετρεμε σύγκορμος, πρώτη φορά που ένιωθε πως ακόμη και η δική της ασφάλεια ήταν σχετική και καθόλου, μα καθόλου σίγουρη.
‘Εκτοτε δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωσε το ίδιο άδειασμα, να χάνει το αίμα του με μιας, αλλά πλέον δεν φωνάζει, δεν κλαίει, δεν καλεί σε βοήθεια, έμαθε εδώ και χρόνια πως ουδόλως ωφελεί, κανένα αποτέλεσμα δεν έχει μια τέτοια αντίδραση. Αν και ακόμη, όταν αγαπημένο χέρι παύει απρόσμενα κι οριστικά να σφίγγει το δικό του, την ίδια άβυσσο βλέπει ξαφνικά να χάσκει εμπρός του. Όπως και τότε, μόλις τετραετής στην εκπνοή του 1960, του συνέβη στα Χαυτεία.