Όταν οι μέρες της χρονιάς ζαρώνουνε σα θρούμπες
Και οι βραδυές μακραίνουνε σαν άγουρου καυλίνκα
Βγαίνουν τα Ραγκουτσάρια, πεζά κι αρματωμένα
Πώχουν πατέρα Ρουσαλή, μάνα την Γκόλντιμπάμπου
Ώσπου να σκάσει θαλερό το πρώτο φασουλάκι
Και βγάλει πράσινα μαλλιά πολύσπορη πλαγγόνα
Οι άνθρωποι τρελαίνονται, κι ανάποδα ενεργούνε
Σε βαλκανί πλατώματα , σε Καύκασου τσεχνέμια
Τότε διαλέξαν τον καιρό ο Κουραμπιές αφράτος
Και ο Μελουμακάρονος. Συνάξαν τα φουσάτα
Και σε γεφύρι αντάμωσαν,σηκώσαν τα μαγκούρια
Και ρουξαν σο χουρτέρεμαν με βλάχικα λατίνο
Πρώτος μιλάει ο Κουραμπιές, λευκός θεός της άχνης
Πίσω μπισκοτολούκουμοι, ροδίνια, ακανέδες
Μοσχοβολώντας βούτυρο, ροδονεροπιασμένοι
Μαστιχωτοί, ξηρόκαρποι με μαρζιπάν πηγμένοι
«Σκιάξου, Μελουμακάρονε, κατσίβελε κι απάτη
Άφκε μας να περάσουμε της Τρίχας το γιοφύρι
Με λάσπη μοιάζεις γλιτσερή, που απάνω στο καυκάκι
Σ’ έχουν τιγκάρει λεμπλεμπλιά, τάχα μαλλιά πως έχεις»
Θυμώνει ο σκοτεινός θεός, σοροπιαστός και μέλιος
Και οπίσω τον συντρέχουνε φοινίκια και τουλούμπες
Σάμαλι, εκμέκια, ρεβανί, κανέλλες, μπακλαβάδες,
Γαλακτομπούρεκα στριφτά, κορνέ και σαραγλάκια
«Κάνε σαπέρα, Κουραμπιέ, μ’ όσα καρύδια ν’ έχεις
Που παίζεις τον χιονάνθρωπο, παίζεις και τον μαγνάτο
Χωρίς ζαχαροκάλαμο και τεύτλου χωματίλα
Δύσκολα κρύβεις τις πομπές, άμα θα σε φυσήξω»