Ο ρεζιλεμένος
22-10-2017

H εκπαίδευση των νέων, ήταν,μεταπολεμικά, ένα δημοφιλές σπορ. Τα παιδιά βάφτιζαν άλλα παιδιά, όταν οι γονείς κρίνονταν γέροντες και πετσικαρισμένοι, σε έστελναν σε γραφειοκρατημένες υπηρεσίες, αλλά κυρίως σε επισκέψεις. Όταν δεν ευκαιρούσαν. Η αποστολή τέκνου σε ονομαστική επίσκεψη θεωρούνταν και κίνηση αφοπλισμού μεταξύ οικογενειών, αν έπεφτε κανένα σιχτίρι ή καβγαδάκι.

Μήτε δεκαετής, ντυμένος στα καλά μου, βρέθηκα στην ονομαστική εορτή του οικογενειακού μας γιατρού, του κυρίου Κανδυλάκη. Ζούσε με την αδελφή του, σχετικά κοντά και κρίθηκα ικανός γιά αυτήν την δικαιοπραξία. Νομίζω τον ήλεγαν Μανώλη.

Δέκα ευγενείς νοματαίοι στο σαλόνι με τα λιονταροπόδαρα, ημιφώτιστο, λιγομίλητοι. Η αδελφή του ετοίμαζε δίσκο με κιουρασό, έδωσε και σε μένα, ευχηθήκαμε. Μετά προσκομίζει ένα γυάλινο αναγλυφί, γαλαζοπράσινο πιατελάκι φίσκα στα γεμιστά σοκολατάκια. Το ήφερε κατευθείαν μπροστά μου.

Δεν ξέρω τι πνεύμα πύθωνος με διακατείχε, αλλά πίστεψα πως το πιατελάκι, με καμιά εικοσαριά γεμιστά, μου ανήκε! Αντί να πάρω ένα και να πω το γαμημένο το «ευχαριστώ» άδραξα με τα δυο χέρια το σκεύος και προσπαθούσα να το βάλω στα γυμνά γόνατα, για να το αποτελειώσω με την ησυχία μου.

Η αδελφή του γιατρού αντιστάθηκε στην αρχή, αλλά επέμενα. Χαμογέλασε και μου το άφησε ελεύθερο εις χείρας μου. Όρμησα με πάθος, και μπουκωμένος, πρόσεξα πως η σύναξη των ενηλίκων κόντευε να κατουρηθεί από τα γέλια. Κατάλαβα το έγκλημα, και σεμνά, καταπίνοντας  ό,τι υπήρχε στο στόμα, απιθωσα το μπολ στο τραπεζάκι., κόκκινος από ντροπή.

Έγινε η τελετουργική γύρα ,όλοι περάστηκαν και η αδερφή του ευγενέστατη μου λέει «θέλεις νεράκι, Πανούλη;»

Όχι δεν ήθελα. Περίμενα λιγα λεπτά, σηκώθηκα, χαιρέτισα και έφυγα.

Βγήκα φρυγμένος και βρήκα τη βρύση στην αυλή του Καράμπελα, Έχωσα στο στόμα το μουσλούκι της και ήπια ώσπου να σκάσω.

Το βράδι, δεν άντεξα και το λέω το ρεζίλι στον πατέρα μου. Δεν γέλασε, δεν με μάλωσε. Απάντησε πως σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία, τον κέρασαν σε μια γιορτή γεμιστό φοντάν με ένα ζωντανό κεράσι, με το κοτσανάκι απέξω, αλλά είχε μέσα λικέρ, δεν το περίμενε και περιχύθηκε.

Άρα ήμουν μέρος οικογενειακής παράδοσης και δεν έτρεχε τίποτε. Μόνον η μάνα μου κοίταξε πατέρα και γιό εύγλωττα, εννοώντας “που θα πάει, κάποια μέρα θα σας εκπολιτίσω”