Επίμετρο
Η επισφαλής συνύπαρξη
Το τέλος του μνημοσύνου και των εορτασμών, σημαδεύτηκε από την άφιξη, μετά την 1η Νοέμβριου, αγγλικών τμημάτων που θα αποτελούσαν την Φρουρά Θεσσαλονίκης. Ο ΕΛΑΣ κράτησε συμβολικές, αλλά επαρκείς δυνάμεις στην πόλη, κυρίως στις παρυφές της και ανά συνοικία όπου όλο και κάποιος καπετάνιος έκανε κουμάντο. Έγιναν συλλήψεις δοσίλογων, επισφαλώς, αφού μια επιτροπή δικηγόρων ασκούσε χρέη δικαστικής εξουσίας και ξεκίνησε ανακριτική διαδικασία που κράτησε ολόκληρο τον μήνα Νοέμβριο.
Αλλά πριν φτάσουμε στη σύνοψη της ομαλοποίησης, το κύριο σώμα του ΕΛΑΣ που έμεινε στην πόλη από την 29η Οκτωβρίου έως την 2α Νοεμβρίου, κατά μία μαρτυρία του γιου του σημαιοφόρου του 16ου συντάγματος Τόλιου, αναχώρησε με προορισμό το Κιλκίς αμέσως μετά την παρέλαση, ενώ άλλα τμήματα προωθούνταν από τα δυτικά. Ο πληθυσμός της πόλης αναθάρρησε, αλλά οι χιλιάδες οπλισμένοι ενάντιοι μαχητές, σε απόσταση πενήντα χιλιομέτρων και χωρίς ενδιάμεσο φραγμό, δεν ήταν μια εκκρεμότητα που χωρούσε καθυστέρηση.
Μέσα στο Κιλκίς, οι μαρτυρίες που υπάρχουν είναι συχνά ελλιπείς ή αντιφατικές. Η ιστορία της μάχης κυκλοφορούσε ως προφορική παράδοση, που άκουσα πρώτη φορά παιδί, στην δεκαετία του 50. Σύμφωνα με αυτήν, λέγεται ότι σε μια υποτιθέμενη μάζωξη οπλαρχηγών, μόνον ο Αντών Τσαούς (ο Φωστερίδης) επιθεώρησε τον τόπο και είπε ότι αρνείται να σφαγιαστεί σε αυτήν την αλεπότρυπα, και έφυγε ανατολικά με τους ανθρώπους του.
Βέβαια, τον περιβόητο (και αποτελεσματικό) Μπάφραλη οπλαρχηγό, τον βρίσκουμε τον Σεπτέμβριο του 1944 σε επανάκτηση (έστω, διεκδίκηση) των περιοχών της ανατολικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους και αργότερα στα Δεκεμβριανά να πολεμάει στου Μακρυγιάννη. Ακόμη, όμως, και εάν δεν αληθεύει η διήγηση, είναι ενδεικτική της εμπιστοσύνης των αντικομμουνιστών στο άτομό του, κάτι που ισχύει και για τον αρχηγό των ενόπλων του Κούκκου Πιερίας, Κισά Μπατζάκ.
Οι περιγραφές της μάχης του Κιλκίς που ξεκίνησε με την πρώτη επαφή την 3η Νοεμβρίου και άρχισε ουσιαστικά τα ξημερώματα της επομένης, μετά από εσωτερική σύγκρουση των επικεφαλής στρατιωτικών με τον Κικίτσα που εντέλει πέρασε η άποψή του, είναι γενικά ομαδοποιημένες στα εξής σημεία στα οποία και θα μείνουμε, χωρίς να εμβαθύνουμε, όπως είναι φυσικό.
Μόνον ο Αναστασιάδης έχει την πληροφορία πως εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ πήγαν να διαπραγματευτούν ανακωχή ή εκεχειρία και σφαγιάστηκαν. Ίσως μπερδεύεται η αφήγηση με το γεγονός της αποτελεσματικής πρώτης βολής σε κτίρια του Κιλκίς, καθώς οι αμυνόμενοι περίμεναν να πλησιάσουν πολύ οι επιτιθέμενοι.
Οι αμυνόμενοι είχαν οχυρωθεί τον λόφο Αγίου Γεωργίου, και σε ένα μέτωπο στον δρόμο προς βορράν, για την Τέρπυλλο, κυρίως επειδή ένα αριθμητικά μεγάλο απόσπασμα ομοϊδεατών τους, κατέβαινε από το Ροδώνα. Αν ενώνονταν με τους υπόλοιπους, θα είχαν συγκεντρωθεί πάρα πολλοί στο κύριο πεδίο των συγκρούσεων.
Είχαν επίσης καταλάβει μεγάλα κτίρια, το Διοικητήριο, το Νοσοκομείο, Στρατώνες και Καπναποθήκες, ενώ περίμεναν περιορισμένη ενίσχυση από τα ανατολικά. Υπήρχε και η πληροφορία ότι μεγάλη οπλισμένη δύναμη είχε αποβιβαστεί στον Στρυμόνα και μέρος της θα ερχόταν στο Κιλκίς, ενώ μια άλλη μοίρα θα ενίσχυε τον Φωστερίδη. Φυσικά η διάταξη των δυνάμεων ήταν μάλλον αποτέλεσμα της πολυαρχίας, διότι απέναντι από τα δύο πλήρη συντάγματα του ΕΛΑΣ υπήρχε μόνον ένα οχυρωμένο αντέρεισμα και, κατά τα φαινόμενα, έλλειψη βαρέος οπλισμού.
Το σχέδιο Κικίτσα ήταν απλό. Μετωπική επίθεση στον Άγιο Γεώργιο, με το 30ο σύνταγμα της Δεκάτης μεραρχίας, ενισχυμένο, εμβολισμό των οχυρώσεων κοντά στην Τέρπυλλο για να ακολουθήσει επίθεση του 13ου Συντάγματος στους αντιφρονούντες του Ροδώνα και μετά, εκκαθαρίσεις μέσα στη πόλη. Το 16ο σύνταγμα, το προερχόμενο από τη Θεσσαλονίκη μέσω Δερβενίου, και με άλλες ενισχύσεις, θα χτυπούσε από πίσω τους αντιπάλους, προσπαθώντας να κόψει τις διαφυγές τους.
Η δωδεκάωρη μάχη έφερε μια έξοδο 500 έως 700 αμυνομένων που δεν απέφυγαν την σύλληψη, οδεύοντας προς Θεσσαλονίκη, και την παράδοση περίπου 5 χιλιάδων αντιπάλων του ΕΛΑΣ (δεν γράφω «μαχητών» επειδή οι πηγές αλληλογρονθοκοπούνται) και πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης, περισσότερους από τους 130 περίπου του ΕΛΑΣ.
Ωστόσο, υπήρξε εκτέλεση πολλών αιχμαλώτων, είτε μετά από αναγνωρίσεις αυτουργών σε παλιές επιχειρήσεις είτε και από τους κατοίκους των γύρω χωριών κυρίως.
Σπουδαίο ρόλο στην αποκοπή των ηττημένων που κατέφυγαν σε κλειστόστομες αδιέξοδες κοιλάδες κάτω από τους λόφους του Φιλύρου, όπου κι εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, έπαιξε το ολιγομελές αλλά έμπειρο ιππικό του ΕΛΑΣ που τους πρόλαβε μετά από δύο ώρες απώλεια κάθε επαφής μαζί τους.
Εκεί σκοτώθηκε και ο Κισά Μπατζάκ. Κατ΄άλλους, αυτοκτόνησε για να μη τον πιάσουν αιχμάλωτο, δηλαδή να τον εκτελέσουν. Τέτοιες μέρες, η Δικαιοσύνη άρχισε να ξεχνιέται.
Οι περισωθέντες κλειστήκαν σε στρατόπεδα της Θεσσαλονίκης. Αρκετοί συνέχισαν να εκτελούνται, ενώ πολλοί ανακρίθηκαν. Οι αρχηγοί των τμημάτων αυτών δεν γλύτωσαν, με επιφανέστερη απώλεια τον ίδιο τον Κισά Μπατζάκ. Ο Δάγκουλας τραυματίστηκε, πιάστηκε, νοσηλεύτηκε, ανακρίθηκε και πέθανε μετά από δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες, ενώ το πτώμα του…
Τον Δάγκουλα τον είδα, πεθαμένο. Μια σταλιά μου φάνηκε. Τον είχαν σε ένα κάρο στην Αριστοτέλους και ερχόταν από παντού ο κόσμος και τον έφτυνε. Ήταν ένα αηδιαστικό θέαμα-σαν τυλιγμένος με κάτι παράξενο, ανάερο.(Ρ.Δ, 1988)
Τα στρατόπεδα άδειασαν από αντιστασιακούς και ομήρους και άρχισαν να γεμίζουν από υπόπτους για δοσιλογισμό, αλλά και ένστολους, μερικούς από την χωροφυλακή, ενώ πλήθος -που τους είπαν αργότερα κι αυτούς «ομήρους»- κατέληξαν στην Αριδαία. Μαζί τους και ο Χρυσοχόου. Υπήρξαν έντονες καταγγελίες για αποδεκατισμό των ομήρων στην διαδρομή.
Υπήρξαν περιπτώσεις, όχι όλες πρόσφατες, όπου οι ελληνικές υπηρεσίες που πλαισίωναν την κατοχική κυβέρνηση, έδωσαν ονόματα και πληροφορίες για άτομα της πόλης που ήταν κομμουνιστές, αλλά και για άλλα άτομα για τα οποία κυκλοφορούσαν φήμες. Τα φαινόμενα αυτά δεν ήταν πολλά, μήτε κατά σύστημα, αλλά η λαϊκή αντιπάθεια και ο φόβος εναλλάσσονταν.
Για παράδειγμα, πολλοί αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, για να επιβιώσουν, δέχτηκαν θέσεις υπηρεσιακής ευθύνης στον επισιτισμό. Φυσικά πολλοί βγήκαν και στο βουνό, αλλά μετά την επικράτηση του ΕΑΜ, συνήθως ιδιώτευαν στην πόλη και στα χωριά τους. Ήταν αναμενόμενο, τώρα που υπήρχαν αρχές οι οποίες μπορούσαν να αποδεχτούν και κατηγορίες κατά του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ, να αυξηθούν από κάθε πλευρά οι καταδόσεις.
Στην πόλη σπανίως συνέβαινε κάτι που είχε αστυνομικό ενδιαφέρον, αν δεχτούμε ελάχιστο μέρος από την προσωπική κατάθεση του Ηλία Πετρόπουλου στο «Πτώματα, πτώματα, πτώματα», μια σκληρή μαρτυρία για τις πρώτες εβδομάδες της απελευθέρωσης, όπου υποδεικνύονται ή «φωτογραφίζονται» καπετάνιοι που βρισκόταν περιφερειακά στην πόλη να δίνουν εντολές συλλήψεων και εκτελέσεων ή αποστολής σε στρατόπεδα ατόμων ενίοτε άσχετων ή αθώων. Την μαρτυρία του είναι καλό να την υπολογίζουμε σαν κάποια δική μας, έντονη, βιωματική αλλά δύσκολα γενικευτική εντύπωση. Του Πετρόπουλου ο πατέρας φέρεται να εκτελέστηκε εκείνες τις μαύρες μέρες. Όλοι όσοι έχουν ζήσει τραγικές καταστάσεις, έχουν γνώση μέρους της πραγματικότητας και αυτό ίσχυε σε μεγάλο βαθμό και για τους ΕΛΑΣιτες και για τους γερμανοντυμένους.
Στη Θεσσαλονίκη εγνώρισα έναν καλότατο άνθρωπο που την είχε γλυτώσει στο Φίλυρο, δίνοντας στον συνοδό εκτελεστή δύο λίρες που τις εφύλαγε στο τσεπάκι του παντελονιού του. Αυτός ο τυχεράκιας διέθετε ένα μεσιτικό γραφείο στην οδό Αγίας Σοφίας, όπου τον συναντούσα επί έτη και έτη (Ηλίας Πετρόπουλος)
Τέτοιου τύπου μαρτυρίες, μαρτυρίες αυτόπτη ή από άμεσες διηγήσεις, τείνουν να θεωρούνται απολύτως ακριβείς και ηλεγμένες, ακριβώς επειδή γνωρίζουμε το πρόσωπο που μας τις εμπιστεύτηκε και έχουμε σχετική ευμένεια προς τους άμεσα συνδιαλεγόμενους μαζί μας. Επαναλαμβάνω πως την αλήθεια ή την πεποίθηση είναι πολύ δύσκολο να τη ξεχωρίσουμε σε μιαν αφήγηση.
Εκατό εκτελεσμένοι σε μέρη όπου τελούνται τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις τακτικά δίνουν συχνά την εντύπωση εκτέλεσης πολλαπλασίων θυμάτων. Αλλά θα ήμουν ο τελευταίος που θα υποστήριζε πως δεν έγιναν εκτελέσεις από τις αντιμαχόμενες πλευρές, ακόμη και όταν έμοιαζαν να ελέγχονται.
Ωστόσο, παρά την έκρυθμη κατάσταση, υπήρχαν και περιπτώσεις όπου η αγριότητα άρχισε να υποχωρεί. Για την ακρίβεια, επιβεβαιώνεται άλλη μια φορά πως ακόμη και στα κολαστήρια, η αδιάφορη απόγνωση καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου χρόνου.
Η γιαγιά μου δούλευε στο Παπάφι, που ήταν επιταγμένο από τους Γερμανούς. Πλύστρα. Χήρα με τέσσερα ορφανά, αφού κόντεψε να χάσει τα αφτιά της από κρυοπαγήματα τον πρώτο καιρό της κατοχής, πηγαίνοντας με τα πόδια από την Θεσσαλονίκη στον Στρυμόνα, όπου υπήρχαν μαυραγορίτικες ανταλλαγές ειδών και χρημάτων με τρόφιμα, βρήκε δουλειά στο Ίδρυμα. Οι Γερμανοί πλήρωναν ψίχουλα, αλλά τακτικά. Με την αλλαγή, το Παπάφι επιτάχθηκε για τις ανάγκες του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ και το διοικούσε ένας καπετάνιος. Την ίδια δουλειά έκαναν οι γυναίκες, πλύσιμο, καθαριότητα και φροντίδα του κτιρίου, αλλά δεν υπήρχε τις πρώτες μέρες καμία πληρωμή, μήτε μια βούκα ψωμί. Η γιαγιά μου θύμωσε κι είπε στις άλλες, πως θα πάει να παραπονεθεί. Την απέτρεψαν, επειδή υπήρχε φόβος στην πόλη και πολλά ακούγονταν πως εκτελούσαν τους εθνοπροδότες αμέσως και ήταν εύκολο να σε βγάλουν εθνοπροδότη. Η γιαγιά μου που άρχισαν να υποφέρουν τα παιδιά της, πηγαίνει αυτόκλητη στον καπετάνιο και του λέει «δε μου λες, σκοπεύεις να μας πληρώσεις; Έχω τόσα παιδιά να θρέψω και είμαι εδώ όλη μέρα.» Ο καπετάνιος της είπε «ξέρεις κυρά μου σε ποιόν μιλάς έτσι;» «Όποιος και να είσαι, ξέρω πως θα με συμπονέσεις» του λέει. «Εδώ οι Γερμανοί που τους τρέμαμε, μας έδιναν ψωμί και συσσίτιο. Αν δε μπορείτε, πες μου να πάω να δουλέψω στους Εγγλέζους». Ο καπετάνιος, μετά από μια δύο κουβέντες κατάλαβε πως δεν είχε μπροστά του εθνοπροδότρια, γέλασε, και στο τέλος της εβδομάδας άρχισε να εφοδιάζει τις κυράδες με τρόφιμα, ρύζια, αλεύρι, ζάχαρες και άλλα πολλά.(Ν.Φ και Α.Ψ, 2008)
Από τις αρχές Νοεμβρίου και για έναν μήνα, η ιδιότυπη συνύπαρξη των Άγγλων με το ΕΑΜ, είχε δύσκολες αλλά και παράδοξα χαλαρές στιγμές. Το ΕΑΜ έκανε ό,τι συνήθως έκανε στην παρανομία, αλλά πλέον επίσημα, στα ίδια κτίρια που επίταξαν οι Γερμανοί. Ένα μέρος από την δουλειά των ΕΠΟΝιτών ,από άλλες πόλεις, σώζεται στα ΑΣΚΙ και είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον τρόπο δουλειάς τους.
Δε δούλευα στη γειτονιά. Ήμουν στην ΕΠΟΝ στα κεντρικά. Στο Μάτζεστικ, στον όροφο, στη Διαφώτιση. Στο ισόγειο λειτουργούσε καντίνα και έτρωγαν τα στελέχη από την επαρχία. Εμείς πηγαίναμε απέναντι στην «Αστόρια» και τρώγαμε, με κάρτα. Μερικές φορές είδα εκεί τον Μάνο Κατράκη. Δεν είχα καμία ανάμιξη στο Παπάφι. Είχα αποστολές στο κέντρο. Εκτελούσα χρέη γραμματείας στην «Αργυρώ». Δεν ξέρω, ακόμη και σήμερα, πώς την έλεγαν.(Ε. Χ.,1986)
Την κυβέρνηση εκπροσωπούσε ο Μόδης, ενώ οι Άγγλοι, κάθε μέρα και διεύρυναν το πεδίο της αστυνομικής τους, κυρίως, ευθύνης. Η ελληνική διοίκηση πάντως άρχισε να δείχνει δείγματα αποτελεσματικότητας. Για παράδειγμα, καθώς άρχισαν να έρχονται από το βουνό και από τις κρυψώνες τους, οι ελάχιστοι εναπομείναντες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, η διοίκηση της πόλης κυρίως ελεγχόμενη από τον ΕΛΑΣ τους παραχωρούσε αμέσως τα ακίνητά τους, χωρίς πολλή γραφειοκρατία.
Με τον τρόπο αυτό, το πρώτο διάστημα, οι Εβραίοι πήραν πίσω 500 περίπου ακίνητα, με μια σειρά διοικητικών πράξεων που δυστυχώς έμεινε στα πλαίσια του 1944, διότι μετά τα πράγματα έμπλεξαν πολύ, καθώς οι νέες υπηρεσίες μετά τα Δεκεμβριανά, είχαν άλλες εντολές να υλοποιήσουν. Παρά τις εκτελέσεις, τις ομηρίες και τα παρατράγουδα, ολόκληρος ο Νοέμβριος πέρασε πανελληνίως με τα εξής χαρακτηριστικά: γίνονταν προσαγωγές υπόπτων για δοσιλογισμό και συλλήψεις τους, ανακάλυπταν τάφους, ατομικούς ή ομαδικούς, που αρχικά τους απέδιδαν στους γερμανοντυμένους και αργότερα, όταν «έσκασε» ο Μελιγαλάς, άρχισε να υπάρχει «επικοινωνιακή ισορροπία».
Ο Μελιγαλάς ήταν η εξόντωση των σωμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου, από τον ΕΛΑΣ, κατά μία προφανή και κατά μερικές εβδομάδες παλαιότερη επιχείρηση όπως του Κιλκίς, αλλά η κατακραυγή για τον Μελιγαλά ήταν πανελλήνια, ενώ το Κιλκίς έμεινε ως πτυχή μιας σκοτεινής τοπικής ιστορίας. Όσο περνούσαν οι μέρες και η φημολογία για αντιρρήσεις και αντιθέσεις μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης φούντωνε (το κύριο πρόβλημα ήταν ο αφοπλισμός των διαφόρων ενόπλων σχηματισμών και η έριδα για το αν οι Ριμινίτες ήταν τακτικός στρατός ή όχι) ήρθε η παραίτηση, σε δύο στάδια, των υπουργών που προέρχονταν από την Αριστερά, την ήδη διαλυμένη ΠΕΕΑ και τον ΕΛΑΣ και τα Δεκεμβριανά ήταν πλέον προ των πυλών.
Ένα νέο κεφάλαιο άρχιζε στην πολύπαθη ελληνική δεκαετία του 1940, την ώρα που όλος ο κόσμος περίμενε αμάν και πώς την παγκόσμια Ειρήνη, που κερδήθηκε με τόσο αίμα έως το καλοκαίρι του 1945, όταν η Ελλάδα, καθημαγμένη και χωρισμένη στα δύο ήταν έτοιμη για το πήδημα στο κενό.
Ένα βράδυ, μάς ξύπνησαν φωνές μεθυσμένων ελληνικά και εγγλέζικα. Είδα με τρόπο και ο συγγενής μας εξ αγχιστείας ο Β. μεθούσε με έναν φίλο του κάτι Σκοτσέζους με καρό και φούντα στο κεφάλι, σκνίπα κι αυτούς. Μετά, τους έσταξε μία μία, κάμποσες λίρες Αγγλίας και έφυγαν. Όλο το βράδυ, στην αυλίτσα μας, όπου ο πατέρας μου φύλαγε εργαλεία και μαστόρευε, ήρθε η παρέα του, ανασήκωσαν κάτι λαμαρίνες που είχαμε πάνω από έναν μακρύ λάκκο με δοκάρια επάνω και χώμα, τάχα καταφύγιο που δεν μπήκαμε ποτές, και διέλυσαν ένα ολάκερο τζιπ, αυτό που αγόρασε ο Β. Χώρια οι ρόδες σε τσουβάλια, χώρια μηχανές, κομμάτια όλο. Το ταπώσανε και έψαχναν τρόπο να το πουλήσουν ή να το ανεβάσουν κομμάτι στο βουνό- θα σε γελάσω. Δεν πέρασαν δύο μέρες και πλάκωσαν χωροφύλακες, Εγγλέζοι, κάτι μυστικοί, ακόμη και από τον ΕΛΑΣ και άνοιξαν την τρύπα και έβγαζαν κομμάτια από το τζιπ. Να σκεφτείς πως ήμουνα 22 ετών και μήτε μια στιγμή δεν φοβήθηκα. Μας έκλεισαν στο σπίτι και μας ανέκριναν. Δεν τους ένοιαζε το τζιπ, που ήξεραν ποιος το αγόρασε και ποιος το πούλησε, αλλά τους ένοιαζε αν είχε ολόγυρα όπλα. Εμείς τη γραφομηχανή και τον πολύγραφο τα επιστρέψαμε στην οργάνωση και υπήρχε μόνον ένα μαχαίρι του ψωμιού. Με ρωτούσαν κι εγώ χαχαχού γελούσα. Ασταμάτητα. Δεν ξέρω αν από νεύρα ή από φόβο. Πήραν τα κομμάτια του τζιπ και έφυγαν. Όπλα δεν είχαμε. Αυτά ήθελαν. Ο Β. μπήκε φυλακή και του πηγαίναμε φαγητό και τσιγάρα. Δεν έμεινε πολύ και μετά έφυγε στο χωριό.(Β.Χ.,2001)
Κάπου εδώ η ιστορία γύρω από τους συνειρμούς, αφηγηματικούς και όχι ιστορικούς, ενός σημαντικού λευκώματος μπαίνει στην σκληρή, ακατάδεχτη χοάνη του θανάτου, της σύγκρουσης και της αναμέτρησης. Το κράτος που βρίσκεται στην Αθήνα αναμετράται με τον ΕΛΑΣ, τουλάχιστον τα τμήματα εκείνα που υπήρχαν ή που αποπειράθηκαν να πολεμήσουν στην Αθήνα και κερδίζει τη μάχη των Αθηνών.
Οι προκατοχικοί σύνδεσμοι των πολεμιστών των κινημάτων και του αλβανικού μετώπου γεμίζουν φορτηγά καράβια από την Θεσσαλονίκη στον Πειραιά, γεμάτα Μακεδόνες εφέδρους που με ατομικές προσκλήσεις, μπαίνουν βράδυ σε βάρκες,από τη σκάλα μιας θρυλικής βίλλας και ντύνονται στην Αθήνα, στα Ανάκτορα ή στου Μακρυγιάννη.
Έρχεται η Βάρκιζα, η αμηχανία και χρωματιστές τρομοκρατίες, ενώ σκάζει ο Εμφύλιος με πρώτον στη σειρά των ενεργειών, τον ίδιο τον καπετάν Μπαρούτα που συνάντησε ο Χρήστος Καλεμκερής στους κάμπους δίπλα στον Λουδία. Στο ίδιο Λιτόχωρο που υπήρξε μια κομβική, μαρτυρική κώμη.
Ο τρόπος της Αφήγησης που επέλεξα έχει δύο χαρακτηριστικά στοιχεία τα οποία θα απουσίαζαν εάν στην χώρα, υπήρχε ένα μεγάλο μνημείο Εθνικής Ομοψυχίας και Κοινής Αντιεμφυλιακής Ομολογίας. Διότι καθώς ασχολούμαι σαράντα χρόνια με τα ζητήματα αυτά, συγκεντρώνοντας υλικό, δύο πράγματα παραμένουν αμείωτα και αλώβητα, παρά τις ποικίλες περιπέτειες της χώρας και των ανθρώπων της:
Πρώτα, οι άνθρωποι φοβούνται! Αυτό δεν ισχύει για τους εκδηλωμένους, για τους ήρωες, για τους αγωνιστές. Φοβούνται οι απλοί άνθρωποι που συντάχθηκαν με κάποια πλευρά, και δεν το λένε μήτε στα παιδιά τους, ή τους τα λένε επιφανειακά. Κι αυτός είναι ο λόγος που τις ζωντανές μαρτυρίες που διαθέτω, τις παραθέτω με αρχικά των ανθρώπων που μου τα εξομολογήθηκαν, με την αναγραφή της χρονιάς που μου τα είπαν.
Στον σεβαστό μου Χρήστο Καλεμκερή θα δείξω την λίστα των μαρτύρων μου, για να καταλάβει πως δεν είναι πλάσματα λογοτεχνικής φαντασίας. Οι άνθρωποι δεν ήθελαν και δεν θέλουν να μπλέξουν. Δεν ξέρω τι λέγουν οι πολιτικοί ή τι τους λένε, αλλά υπάρχουν άνθρωποι των γερμανοντυμένων που πιστεύουν ότι νίκησαν τα σοβιέτ στην Ελλάδα και ΕΑΜιτες που βλέπουν παντού τους πλουτίσαντες και καζαντήσαντες στην Κατοχή και στα επόμενα χρόνια. Και οι περισσότεροι δεν μιλούν «για να μη μπλέξουν» τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Δεύτερο και τραγικό. Επιδιώκοντας την ταυτοποίηση των αναγνωρίσιμων προσώπων στις φωτογραφίες, χάρη στις άοκνες προσπάθειες των συνεργατών του Χρήστου Καλεμκερή, Θοδωρή και Πόπης, υπήρξε κάποιος αξιόπιστος μάρτυρας, πολύ γνωστός, που αναγνωρίζοντας ένα πρόσωπο, δήλωσε πως ήταν μεν συναγωνιστές το 1944, αλλά πως αυτό το πρόσωπο ήταν ο προσωπικός του βασανιστής στην Μακρόνησο!
Αυτή η όψιμη πληροφορία, με έκανε να αλλάξω σχέδια. Το Λεύκωμα θα έμενε μια συλλογική φωτογράφιση μιας ανεπανάληπτης στιγμής. Όποιοι αναγνωρίζουν φίλους, συγγενείς ή γνωστούς, και θέλουν να το κοινοποιήσουν, ας το πράξουν.
Το αίμα, προφανώς δεν έχει στεγνώσει. Η λήθη αντί να λειτουργήσει ως ένα ανακουφιστικό και λυτρωτικό καταπότιο, έγινε ένας λίθος, κρόνιος και χθόνιος που δεν καταπίνεται με τίποτε.