Μια αναδρομή
Τα τάγματα ασφαλείας και οι δυνάμεις κατοχής, δεν ήταν τα μόνα ένοπλα τμήματα στην κατεχόμενη χώρα. Οι σύμμαχοι των Γερμανών, Βούλγαροι, αύξησαν την εδαφική τους έκταση, καλύπτοντας περιοχές της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας και βορειότερα, φρονώντας πως ήταν πολύ κοντά στην αναβίωση μιας συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Υπήρχαν σώματα ανταρτικά, ομάδες σαμποτέρ, αντιστασιακές οργανώσεις κάθε είδους, δίκτυο πληροφοριοδοτών, ομηρείες και συνεχείς εκτελέσεις εκφοβισμού. Υπήρχε ο ΕΔΕΣ, υπήρχαν oμάδες υπό Έλληνες αξιωματικούς όπως η ΕΚΚΑ ή από οργανώσεις, και ιδίως το ΕΑΜ, που ήταν η μεγαλύτερη αντιστασιακή δύναμη της χώρας, με ένοπλο οργανωμένο τμήμα, τον ΕΛΑΣ, με τακτικές και εφεδρικές δυνάμεις.
Έχει ξεκαθαριστεί, από εκθέσεις υπευθύνων ατόμων της εποχής, ότι οι Γερμανοί στον βορρά που ήλεγχαν, δεν είχαν καμία διάθεση να αναπτύξουν «τάγματα ασφαλείας». Όπως προσφυώς αναφέρουν τα έγγραφα που παραθέτει ο Δορδανάς, προτίμησαν την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ντύνοντας και οπλίζοντας λάτρεις του ναζισμού.
Άλλες δυνάμεις ήταν δραστήριες, επιδραστικές και οργανωμένες, άλλες βρίσκονταν μόνον στο μυαλό των εισηγητών τους ή στις προθέσεις υπηρεσιών κατασκοπείας και αντικατασκοπείας. Πάντως με τον καιρό, η δύναμη του ΕΑΜ και οι στρατιωτικές δυνάμεις που υποστήριζε, ως κλάδος συμμετοχής του γενικού πληθυσμού, κυριάρχησε στο σύνολο της χώρας, με διακριτές εξαιρέσεις και νησίδες που αντιστέκονταν, όλο και πιο αδύναμα.
Αυτές οι δυνάμεις δεν γνωρίζονταν καλά έως και καθόλου έως τον χειμώνα του 1942, όταν ομάδα Άγγλων καταδρομέων συνεργάστηκε με τον Ζέρβα του ΕΔΕΣ και τον Βελουχιώτη του ΕΛΑΣ για να ανατιναχθεί η γέφυρα του Γοργοποτάμου.
Την περίοδο πριν το Στάλινγκραντ και με τους Συμμάχους να δέχονται απανωτές ήττες και ταπεινώσεις, αλλά και προκαλώντας με την στρατηγική τους μεγάλες καθυστερήσεις ακόμη και όταν ήταν σε θέση να προελάσουν (ο Μοντγκόμερι χρειάστηκε δύο μηνών προετοιμασία για να νικήσει τον Ρόμμελ στο Ελ Αλαμέιν τέλη Οκτωβρίου) η διατήρηση αξιόμαχων τμημάτων του Άξονα στην Βαλκανική, ήταν σπουδαία ανακούφιση των Συμμάχων, που αισθάνονταν άβολα και αμήχανα καθώς ο πολύμοχθος σχεδιασμός και η εκτέλεση της επιδρομής στην Διέππη, τον Αύγουστο μήνα του 1942, οδήγησε σε όλεθρο.
Για την Θεσσαλονίκη, το 1943 επέφερε ένα ακόμη πιο ολέθριο συμβάν : 48 χιλιάδες Εβραίοι, μετά από ταπεινώσεις σε τάγματα εργασίας του 1942, και περιορισμό σε γκέτο αργότερα, μεταφέρθηκαν με γελοίες προφάσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τα οποία επέστρεψαν λιγότεροι από δύο χιλιάδες. Έως τον Αύγουστο του 1943, η παρουσία ενός Εβραίου στη Θεσσαλονίκη ήταν το σπανιότερο φαινόμενο. Η παράδοση χιλιάδων επιχειρήσεων και καταστημάτων, κατοικιών και δημοσίων κτιρίων στο διαγούμισμα και σε νόθες μεθόδους παραχώρησης σε κάθε λογής άτομα, αφ΄ενός ελάχιστα ανακούφισαν τους παμπληθείς Έλληνες πρόσφυγες από την ανατολική Μακεδονία, που βίωναν από το 1912 αλλεπάλληλες βουλγάρικες αιματηρές κατοχές, κι από την άλλη περιείχαν ένα κίνητρο απόκτησης λαφύρων, πράγμα στο οποίο ενέδωσαν πάρα πολλοί Θεσσαλονικείς.
Χωρίς Ιταλούς και με τις ανάγκες στο ανατολικό μέτωπο να πιέζουν, οι Γερμανοί εκτέλεσαν αρχές του 1944 μια μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση στα Μακεδονικά κυρίως βουνά. Θα ήταν πολύ βολικό γι’ αυτούς, να μπορούν να εξοικονομήσουν στρατεύματα για το ανατολικό μέτωπο, ακόμη και μία ή δύο μεραρχίες.
Ενώ η συνολική δυναμικότητα των σχηματισμών της Βέρμαχτ βρισκόταν ελαφρώς κάτω από τέσσερα εκατομμύρια ανδρών, και ο εξοπλισμός τους παρέμενε αριθμητικά υψηλός και με νέα όπλα, ήταν σαφές πως οι πρώτοι πολεμιστές των αστραπιαίων νικών ήταν οι περισσότεροι νεκροί, ενώ ο κόκκινος στρατός και η αμερικανική παρουσία έδιναν στους συμμάχους απόλυτη υπεροπλία, αν και δεν τα πήγαιναν καλά στην ενδοσυνεννόηση και στην σταθερότητα μερικών μονάδων. Ήταν και μια ευκαιρία να συνεργαστούν σε καταδρομική επιχείρηση ο τακτικός γερμανικός στρατός και οι Έλληνες συνεργάτες τους.
Η επιχείρηση δεν πήγε άσχημα. Κανένας στόχος δεν επετεύχθη, αλλά αυξήθηκε πολύ ο αριθμός των εντοπίων συνεργατών τους, εξοπλίστηκαν χωριά, ανακαλύφθηκε ο «θησαυρός» των οπλισμένων χωρικών του Κούκκου Πιερίας με έναν έμπειρο οπλαρχηγό που ήξερε τον ανταρτοπόλεμο από την γενέτειρά του, τον Κυριάκο Παπαδόπουλο (1884) ή Κισά Μπατζάκ ενώ η κοινή γνώμη ταράχτηκε στο άκουσμα πως το απόσπασμα Ψαρρού, ενός αξιωματικού που είχε αφοσιωθεί στον αντιστασιακό αγώνα, εξαρθρώθηκε και ο αρχηγός του εκτελέστηκε άνευ λόγου και αιτίας, από στελέχη του ΕΛΑΣ.
Εκεί όπου τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους ήταν το γεγονός ότι ο αντιμπολσεβικισμός, ουσιώδες ιδεολογικό εργαλείο για τα δύο τρίτα της Ευρώπης στον μεσοπόλεμο, δεν μπορούσε να εμπνεύσει μεγάλες προσδοκίες αφού οι Σοβιετικοί σήκωναν το βάρος του πολέμου συντριπτικά, κέρδιζαν συνεχώς εδάφη της πατρίδας τους και κατά πάσα πιθανότητα μπορεί και να ήταν οι ελευθερωτές της Ελλάδας, ενδεχόμενο που για τους Έλληνες αντικομμουνιστές ισοδυναμούσε με ζωντανή κόλαση.
Δύσκολα πάντως οι Άγγλοι, που ασχολούνταν κυρίως με την Ελλάδα και οργάνωναν σαμποτάζ και δίκτυα, θα άφηναν τον ΕΛΑΣ και κυρίως το ΕΑΜ έξω από τα σχέδιά τους, βασισμένοι στον γεωγραφικά περιορισμένο ΕΔΕΣ. Οι συμμαχικές τους υποχρεώσεις προσώρας περιελάμβαναν χρηματοδότηση και υλικοτεχνική στρατιωτική βοήθεια, ενώ το πριόνισμα της ΕΛΑΣιτικης νοοτροπίας ήταν ακόμη ήπιο και ενδεικτικό.
Η ισχύς του ΕΛΑΣ, αλλού πιο έντονη απ’ όσο νόμιζαν οι αντίπαλοι, αλλού υπερτιμημένη, χάρη στην καλή οργάνωση και στους ευσεβείς πόθους εκατομμυρίων πατριωτών που ήλπιζαν στην τελική του επικράτηση, στηριζόταν σε ένα μοναδικό «κράτος εν κράτει» που τον Μάρτιο του 1944 θα αποκτούσε και κυβέρνηση, την ΠΕΕΑ, ένα μετωπικό σχήμα με πλήρη έλεγχο των κομμουνιστών, που διοικούσε πλέον μια «Ελλάδα των βουνών» οργανώνοντας ένα σύστημα εφοδιασμού, διεξαγωγής πολέμου, αντικατασκοπείας, υπηρεσιών, εσωτερικής ασφάλειας και περιοχών χωρίς αντιπάλους σε κατεχόμενες πόλεις, που προκαλούσε την έκπληξη λόγω των πάρα πολλών οργανωμένων στο ΕΑΜ, το οποίο έπαιζε τον ρόλο μιας γενικής συντονιστικής μηχανής.