Το μαρτύριο που προηγήθηκε
Το Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» του Δήμου Καλαμαριάς, που αναπτύσσεται συστηματικά και μεθοδικά αναδεικνύοντας τις συλλογές του ιδρυτή και προέδρου του, του αγαπητού μου Χρήστου Καλεμκερή, διαθέτει μια μοναδική σειρά φωτογραφιών από τις τελευταίες ώρες της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη και τις πρώτες ώρες της ελευθερίας. Πρόκειται για την κατάσταση της πόλης, ιδίως του λιμανιού της, και για την απελευθέρωσή της από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ από το απόγευμα της 29ης Οκτωβρίου και από ένα μεγάλο συλλαλητήριο τιμής και μνήμης προς τους νεκρούς εκείνων των σκοτεινών χρόνων, που τελέστηκε στις 2 Νοεμβρίου 1944.Κυκλοφόρησε σε λεύκωμα και εκτενή απόσπάσματα από την εισαγωγή που έγραψα, παρουσιάζω εδώ ,σε εννέα συνέχειες.
Η ίδια η φύση του φωτογραφικού υλικού, ανοίγει τον δρόμο για ενδελεχείς έρευνες που τούτος ο τόμος αναφοράς θα προκαλέσει, καθώς τα πρόσωπα της εποχής, φωτίζονται εν συνόλω, σε αποτυπωμένες εικόνες πλήθους, δράσης και εντυπώσεων, με φόντο τα σπίτια και τους δρόμους, τη διαφαινόμενη οργάνωση και τους πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών. Το παρελθόν δεν είχε ακόμη στεγνώσει (νομίζω πως ακόμη ισχύει αυτό) ενώ το άδηλο μέλλον ξανοιγόταν γεμάτο φόβους και ελπίδες. Μήτε αυτό έχει κοπάσει.
Αρκετές δεκάδες επιζώντων, εκείνων των αξέχαστων ημερών, βρίσκονται ανάμεσά μας, σε προχωρημένη ηλικία. Πολλοί έχουν καταθέσει τη μαρτυρία τους, άλλοι σιωπούν. Είναι ένα έργο που θα αναλάβουν οι νεότεροι, έχοντας ως βάση τις σελίδες αυτού του ιστορικού φωτογραφικού λευκώματος.
Η δική μας δουλειά, είναι να παρουσιάσουμε απλά και χωρίς εξειδικευμένες προσχώσεις, το πλαίσιο, το πριν και το μετά των ημερών της απελευθέρωσης αφήνοντας για την απελευθέρωση την ίδια και τις εορταστικές εκδηλώσεις ικανό χώρο για να αποτυπώσει ο φακός τα συμβάντα εκείνων των ωρών.
Το έργο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ευχερές, εάν οι πηγές ομονοούσαν σε πολλά, άφηναν απροσδιόριστα άλλα, με λίγα λόγια εάν, εβδομήντα χρόνια μετά τα γεγονότα, η ιστορική έρευνα, τα απομνημονεύματα και οι αναμνήσεις, έπαιρναν τον δρόμο τους, δρόμο αποτίμησης, ψυχραιμίας και νόστου.
Εδώ παρεμβαίνει η μακρά ασυμφωνία των μαρτυριών όταν γίνονται πηγές και αντιμετωπίζονται κριτικά, πάντως με κριτήρια ελάχιστα ασφαλή. Ακόμη και για τα συνταρακτικά γεγονότα της δεκαετίας 1912-1922 διατηρούνται θύλακοι έντασης και ισχυρών συναισθηματικών φορτίσεων. Στην περίπτωση της πιο σκοτεινής δεκαετίας του νέου ελληνισμού, 1941-1950, παρ’ όλο το σχετικά μεγάλο διάστημα που έχει παρέλθει, η συντριπτική πλειοψηφία των μαρτυριών είναι έντονα απολογητική, πάρα πολλοί μάρτυρες και συντελεστές των γεγονότων φωτίζουν όσο μπορούν τον τομέα της δικής τους ευθύνης, ενώ τα γεγονότα που συνέβησαν δύο οικοδομικά τετράγωνα από την κατοικία τους ή στο διπλανό χωριό τους, είτε αγνοούνται, είτε εμφανίζονται ντυμένα με τη στολή της διάδοσης.
Ο λόγος όλων αυτών των εμπλοκών δεν χρειάζεται πολλά λόγια για να γίνει κατανοητός. Τα γεγονότα φωτίζονται όχι με μιας μορφής δικαιοσύνη της συνέχειας, αλλά με τα φρικτά αποτελέσματα μιας εμφύλιας σύρραξης που άφησε, και συνεχίζει να αφήνει, ένα ματωμένο ίχνος στη χώρα. Δεν έχει ξεχαστεί τίποτε, και η επικαλύπτουσα -συνήθως ευεργετικά- το παρελθόν λήθη και συγχώρεση, η αμοιβαία παραδοχή σφαλμάτων, στην ουσία η μόνη κινητήρια δύναμη για να υπάρξει ιστορική συνέχεια της πορείας ενός λαού, βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια σε αναμονή.
Χαρακτηριστικά αναφέρω, διατρέχοντας πολλές χιλιάδες σελίδων προκειμένου να καταλάβω τα τεκταινόμενα ολίγων ημερών και το αποτέλεσμα των φωτογραφίσεων ενός μόνου ανθρώπου, ότι μόλις κάτι πάει να συμφωνηθεί, έρχεται ως μάταιο αντεπιχείρημα το «ναι, αλλά οι κομμουνισταί…» και απέναντί του το «ναι, αλλά οι γερμανοτσολιάδες…». Ακόμη κι αν αυτό το «ναι, μεν αλλά» υπερκερασθεί μέσα από τις συγκυρίες και τα ιστορικά αντίστοιχα άλλων χωρών, έρχεται το κούνημα ενός εγγράφου, μιας συμφωνίας, μιας “βεβαιότητας” που χρειάζονται ατέλειωτοι κόποι για να εκτιμηθεί η γνησιότητά του, επομένως η πρώτη τάση προς σύγκλιση απόψεων, πριν γεννηθεί, χάνεται.
Χαρακτηριστικές είναι οι έντονες μεταπολεμικές συζητήσεις στην ελληνική Βουλή πριν τη δικτατορία για τον ρόλο μερικών αυτοπτών μαρτύρων ή συντελεστών εκείνης της εποχής. Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πρακτικά της δίκης Μέρτεν ή τα όποια αρχεία έχουν διασωθεί. Οι ήρωες εκείνων των γεγονότων κυκλοφορούν ακόμη με μια έτοιμη δικαιολογία στα χείλη που, σε άλλες περιπτώσεις και σε άλλες χώρες, θα είχαν ήδη σφραγιστεί και απορριφθεί ως γλίσχρες αιτιολογίες. Γενικά ο λόγος και ο αντίλογος συνήθως τελειώνει ακόμη με το «ναι μεν κάναμε κι εμείς ακρότητες, αλλά όχι τόσο ακραίες όσο εσείς», ή, ακόμη πιο δραματικά, «είστε ακόμη μίσθαρνα όργανα μιας υπηρεσίας ή μιας ιδεολογίας». Και μόνον η ομοιότητα των αλληλοκατηγοριών θα έπρεπε πολλούς αναγνώστες και αναλυτές να τους συνετίσει ή να τους βάλει σε δεύτερες σκέψεις.
Περισσότερη αξιοπρέπεια (δεν μπορώ να βρω άλλον χαρακτηρισμό) έχουν τα απομνημονεύματα αρκετών πρωταγωνιστών της εποχής. Και χωρίς την έκδοση έργων αναφοράς σημαντικών, που έχουν αναφανεί σε πρόσφατα χρόνια, ακόμη και εάν πολλά είναι προκατειλημμένα από έντονη τάση «δικαίωσης» κάποιας πλευράς που φαίνεται «αδικημένη» από την μετέπειτα αντιμετώπισή της, ομολογώ πως ακόμη και μια απλή λεζάντα σε φωτογραφία μη προσημασμένη, θα ήταν πρόβλημα. Πηγάδες, κονσερβοκούτια, μαύρη αντίδραση, συμμοριτισμός, διάθεση αντεκδίκησης, σφαγμένοι ανιόντες και κατιόντες συγγενείς πρώτου και ποικίλων βαθμών, αθώοι που εκτελέστηκαν, μπουραντάδες, Δαγκουλαίοι και Μελιγαλάδες έχουν από καιρό υπερβεί την ένταση της δεκαετίας του ’40 και ακμάζουν, προκαλώντας αμείωτη οργή και πόνο σήμερα. Η δήθεν ψύχραιμη προσέγγισή τους, είναι συχνά μια κεφαλαιοποίηση στερεοτύπων.
Αυτό είναι το πλαίσιο. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε μια φράση του Τίτου Πατρίκιου, για εντελώς διαφορετικό ζήτημα, που ωστόσο θα μας απελευθέρωνε: ένα ένα τα ζητήματα. Είναι τεχνικά αδύνατον, εάν δεν ξεπεραστεί ο πρώτος πόνος μιας απώλειας, να ολοκληρωθεί στο μυαλό του πενθούντος οποιαδήποτε πρόθεση δικαιοσύνης. Όλα φαίνονται συνδεδεμένα με τον πρώτο κύριο συνειρμό, και μετά βλέπουμε. Έτσι βέβαια δεν γίνεται κάποια Αφήγηση, αλλά εγκαθίσταται ένα τρόπαιο νίκης ή ένα μνημείο ήττας, όχι ένα Ηρώο Μνήμης τόσων Νεκρών.
Όταν η Ιταλία περνάει τον Σεπτέμβριο του 1943 στο συμμαχικό στρατόπεδο και οι Γερμανοί αφαιρούν από τους τέως συμμάχους τους το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής επικράτειας που βρισκόταν στην κατοχή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετο γεγονός πως η κατοχική ελληνική κυβέρνηση ενεργοποιεί διατάξεις για τάγματα ασφαλείας, άσχετο εάν προϋπήρξαν ή ακολούθησαν συμπολεμιστές των αρχών κατοχής και για άλλους λογούς. Δεν γέμισε η Ελλάδα θύματα της κόκκινης βίας που ορκίστηκαν εκδίκηση όταν στρατολογούνταν, άνεργοι και πένητες στην μόνη εργοδοσία των ημερών, στην ένταξη στα τάγματα.
Και όταν οι Γερμανοί αποχωρώντας από την Αθήνα, αλλά και από την Θεσσαλονίκη, με συγκεκριμένο βηματισμό και σύστημα, έφυγαν με ασήμαντες, τυχαίες απώλειες έως τα σύνορα είναι μάταιο να επαινείς μια μεραρχία που έχει δύναμη καταδρομικού τάγματος το πολύ, επειδή «έδιωξε ενόπλως» τους κατακτητές με προμελετημένο σχέδιο που λειτούργησε στην εντέλεια,όταν ο ένας καπετάνιος ισχυρίζεται ότι πήγε τους Γερμανούς σηκωτούς στην έξοδο, ενώ ο ομοϊδεάτης του σε άλλο σημείο της πόλης κατέβασε τους δικούς του σχηματισμούς όταν βεβαιώθηκε πως οι Γερμανοί είχαν φτάσει στο Βαρδάρι.
Κι όμως, ακόμη και σήμερα, τα πάθη και οι εντάσεις που κληρονομήθηκαν στα παιδιά των επιζώντων και στα εγγόνια τους, ακριβώς επειδή η απελευθέρωση εκείνη δεν ήταν μια «εφάπαξ» ημέρα, αλλά συνέχιζε, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την Αφήγηση των ημερών εκείνων, έως πολύ αργά να καταθλίβει και να κρίνεται αμείλικτα, επειδή η μαύρη αλήθεια είναι πιο μαύρη από τις στιγμές πριν το ξημέρωμα:
Η Θεσσαλονίκη ελευθερώθηκε προερχόμενη από μία άκρως επώδυνη δοκιμασία πολλών ετών που την ακολούθησε μια εξίσου επώδυνη διαδοχή γεγονότων, πολλά από τα οποία έχουν άμεση επίπτωση έως τις μέρες μας.
Αυτή η στυγνή πραγματικότητα, όπως πολλά ζητήματα στη χώρα μας, αφέθηκαν να αυτορυθμιστούν, όπως η αντιπαροχή! Ένα στρώμα προσωπικής αυθαιρεσίας, που οφείλεται στην απόλυτα δικαιολογημένη άμεση εμπειρία των ημερών εκείνων, που από τους αυτόπτες και τους δράστες μεταφέρθηκε σε παιδιά και εγγόνια, ήταν αδύνατον να «συνετισθεί» σε πιο ψύχραιμες θεωρήσεις.
Αντί για την ψυχραιμία, προτιμήθηκε αυτό που αποκαλώ «κατ όνομα επίλυση του ζητήματος».
Με ένα λόγο, επινοήθηκε ένα είδος στερεοτύπων που υποτίθεται θα άφηνε ευχαριστημένες όλες τις πλευρές που υπήρξαν στον μεσοπόλεμο, στον πόλεμο, στην κατοχή, στον Εμφύλιο και στον μεταπόλεμο, ως ενεργά δρώσες δυνάμεις που αγωνίστηκαν να αλλάξει η χώρα ή να μη μεταβληθεί η «γενόσημη» ουσία της. Επινοήθηκε ο όρος «Εθνική Αντίσταση», όχι ως ενωτική ορολογία, αλλά ως συμφυρμός των τέως αντιπάλων που είχαν διακριτούς στόχους σε κάτι διαφορετικό. Οι χειρονομίες συμφιλίωσης παρέμειναν τυπικές, και οι χωριστοί αναμνηστικοί εορτασμοί έγιναν καθεστώς.
H Αντίσταση έχει το όνομα Resistance ,όπου ασκήθηκε-απλά, «Αντίσταση». Δεν υφίσταται «Αντεθνική Αντίσταση» για να υπάρξει και «Εθνική». Και από την εισβολή των Γερμανών στην τότε Σοβιετική Ένωση, έως τον πυρηνικό ανταγωνισμό,ή κάπου εκεί, οι Δυτικοί Σύμμαχοι και οι Σοβιετικοί, ήταν σύμμαχοι-τελεία και παύλα. Και ως σύμμαχοι ,επιφανειακά τουλάχιστον, προσπαθούσαν να ασκήσουν την Αντίσταση.
Αλλά ο όρος «εθνική αντίσταση» μεταπολεμικά σημαίνει στην ουσία αναγνώριση σε «σπαστές» χρονικές περιόδους διαφόρων ομάδων, αλλά και στρατευμάτων, επίπεδα και με στόχο την παροχή ευεργετημάτων, ηθικών και υλικών. Ακόμη και σήμερα, και τελείως άσχετα με τα πολιτικά γεγονότα που επιβλήθηκαν στην κοινή γνώμη, υπάρχουν αντιρρήσεις, που ενίοτε τελειώνουν με βίαιες αντεγκλήσεις και ξυλοφορτώματα, ομάδων που καταθέτοντας ένα στεφάνι δέχονται τις αντιδράσεις των εναντίων.
Μια απλή παραδοχή πως τόσοι και τόσοι άνθρωποι, δεν θυσιάστηκαν ή μακελεύτηκαν για την ευλογημένη ημέρα της ελευθερίας, αλλά για την επόμενη μέρα της επικρατούσας διακυβέρνησης.
Μακριά από εμάς και τους συντελεστές της έκδοσης, η εμφύλια πρόθεση. Θα μετρήσουμε τις σίγουρες χρονολογίες, θα χωρέσουμε ανάμεσά τους γενικές προτάσεις που δεν γέρνουν από φιλίες ή έχθρες προς κάποια πλευρά. Είναι πολλοί οι νεκροί και μεγάλες οι ελπίδες της ειρήνης, και είναι κρίμα που δεν σεβόμαστε την άλλη πλευρά χωρίς να λειτουργούμε με κανόνα και διαβήτη.
Αυτό το πολύτιμο αποδεικτικό στοιχείο,που ο Χρήστος Καλεμκερής βγάζει στο φως, μακάρι να γεμίσει με σχόλια, αναμνήσεις, επεισόδια της εποχής, τοπογραφία και πολιτικές αποφάσεις. Ούτως ή άλλως ήταν ένα σύνθετο σύντομο χρονικό διάστημα, όπου ενάντιες δυνάμεις έπαιρναν θέσεις αναμέτρησης, βασανιστές και εκμεταλλευτές είχαν ήδη εξαφανιστεί από το προσκήνιο, άλλοι καιροφυλακτούσαν πάνω στις λίρες τους περιμένοντας να περάσει η μπόρα και πενήντα χιλιάδες απόντες, από μήνες, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, θάμπωναν ως εικόνες μέσα στα μαρτύρια που τράβηξαν, ενώ το βιός τους το μοιράζονταν ανίδρωτοι επιτήδειοι. Οι ένοπλοι, ο καθένας με το βάρος του, άλλαζαν θέσεις και γραμμές μέσα στην μακεδονίτικη γεωγραφία, ωσάν ένα περίτεχνο και φαινομενικά άλυτο σύστημα δεκάδων εξισώσεων με πολλαπλάσιους αγνώστους. Παιχνίδια με τον καιρό, παιχνίδια με την πολιτική, τα τοπία που κανένας δεν θα ζούσε πια.
Μπροστά μας είναι το προφανές. Χωρίς καθόλου να ξεχάσει (είναι ολέθρια τακτική η άμβλυνση της ορολογίας στην αμφίδρομη βία και η τοποθέτηση καυδιανών δικράνων στους μισούς Έλληνες από τους άλλους μισούς, κατ΄εναλλαγήν) ο ελληνικός λαός είναι επείγον να ζητήσει συγγνώμη για το μάταια και άδικα χυμένο αίμα και να παραγραφεί η όποια συνέπεια από την εμφύλια διαμάχη, μακριά από ορολογίες. Εάν μου επιτρέπεται μια έκκεντρη σύσταση, η συγγνώμη έχει σημασία όταν την ζητούν οι αθώοι. Και ακόμη πιο σημαντικό είναι να χωριστούν οι περίοδοι για τις οποίες μιλάμε, και να πάψει η υποδοχή σε ενιαίο τορβά ετεροχρονισμένων γεγονότων.
Πρέπει να καταλάβουμε από το σχολείο και από το σπίτι πως η εποχή των εκτελεστικών αποσπασμάτων από τις δυνάμεις κατοχής δεν έχει καμία σχέση με τα εκτελεστικά αποσπάσματα της εποχής της νίκης της παράταξης που τερμάτισε τον εμφύλιο. Μακριά από κάθε λογική ηθικής και αναμετρήσεων. Οι άνθρωποι από την δικτατορία του Μεταξά έως την αναγνώριση του ΚΚΕ στην μεταπολίτευση, μεγάλωσαν, ωρίμασαν, μερικοί τα έχασαν και ξεκούτιαναν, άλλοι αναδείχτηκαν σημαντικοί παράγοντες ύφεσης και συμφιλίωσης ή δεν λένε να ξεκολλήσουν από έντονες και βίαιες σκηνές που χαντάκωσαν τη ζωή τους. Είναι λογικό να υπάρχει ακόμη ζωντανή ατομική μνήμη, επειδή τα γεγονότα που έζησαν τρεις γενιές Ελλήνων ήταν σαφώς πάρα πολύ τραγικά για να αφομοιωθούν από μία γενιά νικητών και ηττημένων. Επειδή, οι Έλληνες χωρίστηκαν ,μετά το 1949, σε νικητές και ηττημένους. Αμφότεροι, γέμισαν με σημειώσεις τα περιθώρια της «Βίβλου του Εμφυλίου» με άφθονα «ναι μεν αλλά».