Έβρεχε καρέκλες όταν ο Ηγεμών, έφτασε στο καλύβι της μάγισσας. Η θύρα ήταν μαγκωμένη και την κλώτσησε με το στιβάλι, να χωρέσει. Έφτυσε το νεύρο του βωδιού που μασουλούσε και την κοίταζε όρθιος.
Εκείνη ήταν τυφλή, αλλά δεν χρειαζόταν μάτια για να μυρίσει την βαρβατίλα και την αγωνία του, καθώς ίδρωνε ανεξήγητα. Του έκαμε νεύμα να μιλήσει. Πώς; Δείχνοντας τα πέντε δόντια της στην υγρασία της καλύβας.
Εκείνος είχε έτοιμο το λογύδριο.
«Είμαι δέκα χρόνια ηγεμών. Στην αρχή δεν με πίστευαν και με κατηγορούσαν. Επίσης με δούλευαν. Μεταξύ μας, τους έδινα δίκιο. Μήτε πείρα είχα, μήτε με ένοιαζε. Αλλά περνώντας τα χρόνια, με νόμιζαν δικό τους. Εμένα και τους φίλους μου. Κανένας δεν τους φέρθηκε τόσο τραχιά όσο η παρέα μου. Κανένας δεν τους τα πήρε όλα και τους έταζε μόνον καημούς και θυμό.
Οι εχτροί μου, έρριξαν τα όπλα στα πόδια μου. Βρήκα συμμάχους πέρα από το βουνό και στην αντικρύ θάλασσα. Πόλεμο ξεκινώ και πουλιά μας χωρίζουν. Μαλακίες λέω και τις καταγράφουν σοφοί. Κάποιος με μάτιαξε και θέλω τη γνώμη σου. Αν δεν με κοντράρουν, πάει τζάμπα το έργο μου. Γεννήθηκα για να τσιρομαχάω και να αριτσώνομαι για το παραμικρό. Έμαθα πως είσαι μάγα και ήρθα να σε ρωτήσω. Μόνο την αλήθεια θέλω κι όχι αναμασήματα».
Εκείνη έρριξε μπροστά το πρόσωπο τα ψαρρά μαλλιά της και μιλώντας άφηνε την πράσινη ανάσα της να κοχλάζει.
«Τα παχύδερμα νικάνε όλους, παρεκτός και χωθεί σκουλήκι με γαντζωτά λέπια στις ράγες του τομαριού τους. Κι εσένα, μόνο βδέλλες και το φιδάκι η σαΐτα, που καρφώνεται στο λαιμό σου, αν κάνεις το λάθος και πιείς από ανάβρα, είναι ο κίνδυνός σου. Είσαι ηγεμόνας τυχερός, επειδή γεννήθηκες χωρίς πολύ μυαλό, άρα δεν ξέρεις να νοιάζεσαι, κι αυτό είναι ευλογία. Καθημερνώς οι ενάντιοι θα κατεβάζουν μπροστά σου τον σβέρκο τους, πυρωμένον από ντροπή. Να γυρίσεις οπίσω, δυνατός κι αδιάφορος στη ζωή που κάνεις και δεν θα βρεις εμπόδια πουθενά. Αλλά θα ξεχαστείς, θα σε ξεχάσουν κι αν κάποιος ρωτάει τους ανθρώπους για σένα και την μοίρα σου, θα σιωπούν επειδή δεν θα σε θυμούνται. Ακόμη κι εγώ απορώ που θα φύγεις και δεν θυμάμαι το όνομά σου, ώστε μήτε την κατάρα που σου πρέπει δεν μπορώ να σκεφτώ. Λίγοι άνθρωποι έχουν αυτό το ιδίωμα, αλλά έχεις μια ευκαιρία να γίνεις θεός, να γίνεις ροβεσπιέρος. Και τότε, χρόνια μετά, θα βλέπουνε τη μάσκα σου και θα γράφουν βιβλία».