Οι ηδονές της Αϊσέ [9]
05-04-2018

9. Υπόγεια ζωή

Ο εμίρης γύρισε στον γιατρό και του μήνυσε τα μαντάτα. Θα έμενε στο υπόγειο ανάκτορο  και τον ήθελε κοντά του, καθώς ήταν γεμάτο πληροφορίες : σοφούς γέροντες, βιβλιοθήκες, χάρτες και άφθονο χρόνο να ακούς ιστορίες, να συζητάς για το καθετί, να πετάγεσαι για φαγητό στο Μακρυνάρι και να ανακαλύπτεις τις τύχες των ανθρώπων που αναζητάς.

«Τυχερό το αστέρι που μας κυβερνά. Ορίζει σωστά τη μοίρα μας» σχολίασε ο γιατρός και έδωσε οδηγίες στον βοηθό του να εξηγεί απλώς τα όνειρα στην πελατεία της τέντας του και να πουλάει βότανα, αλλά να μη γιατρεύει. Κανέναν.

Στο υπόγειο ήταν δροσερά, και ο φωτισμός παράξενα αρκετός, αφού δεν είχε ανοίγματα, αλλά ένα σύστημα από καθρέφτες κρεμασμένους τεχνικά, στο εσωτερικό πολλών ξερικών πηγαδιών που έπεφτε επάνω τους το φως της ημέρας στο πάνω-πάνω και μετά κατέβαινε σε άλλους καθρέφτες παρακάτω, κι αντανακλούσε είτε το ήλιο, είτε την ανταύγεια απο φωτιές που τις φούντωναν για το βράδι. Βαβυλωνίων μάγων έργα, και Χάλδων μηχανικών.

Ρώτησαν με ποικίλους τρόπους κι εν τέλει έμαθαν ποιος είχε εμπνευστεί το πέταλο σαν έμβλημα της Αγοράς αυτής. Ήταν ενας πεταλωτής, που είχε κατοικήσει, χρόνια τώρα, στην όχθη μιας κοντινής αλμυρής λίμνης, αυτός και η φαμίλια του. Δίπλα σε φλέβες μετάλλων που ήξερε να βγάζει ασήμι και σίδερο και πουλούσε αλάτι και δούλευε καμίνι. Από τη λίμνη έρχονταν μονόξυλα με σκλάβους καβαλάρηδων που ζούσαν σε παγωμένα δάση και αγόραζαν όχι πέταλα, αλλά σιδερένιες θήκες για τις οπλές των αλόγων τους. Η λίμνη λεγόταν Εζέρμπα, αλλά την εγκατάστασή του την ήξεραν όλοι ως Γκιορ Κιζλά, «τυφλό κορίτσι» δηλαδή.

Η ονομασία συντάραξε τον εμίρη. Ήταν φως φανάρι πως η μαγεμένη αγάπη του είχε μάτια από πάγο, από άσπρο μάρμαρο, δεν είχε κόρες, δεν έβλεπε. Κι όπως εξήγησε ο γιατρός  που είχε διαβάσει σοφούς φιλοσόφους σε διάφορες στροφές της ζωής του, η δύναμη των ανθρώπων είναι ίδια σε όλους, και μοιράζεται στις πέντε αισθήσεις, αλλά αν του λείπει η μία, η δύναμή της μοιράζεται στις υπόλοιπες.

Γι’ αυτό και ο εμίρης, οργάνωσε πάνω σε αυτήν τη σοφή παρατήρηση, ένα πρόσωπο που δεν είχε ποτέ του. Αισθάνθηκε την ανάγκη να αλλάξει εξωτερικά, πιστεύοντας ότι θα πλησίαζε τον πεταλωτή που ήταν πλέον σιδεράς και έμπορος και τεχνίτης πολλών πραγμάτων, τελείως διαφορετικός, ώστε να απέφευγε την αιτία και την αφορμή που τον είχε αναγκάσει, πολύν καιρό πριν ,να πάρει τη φαμίλια του και να εγκαταλείψει το κάστρο της ερήμου.  Θα ταξίδευε στην όχθη της Εζέρμπας, μεταμορφωμένος. Θα έκρυβε ποιος ήταν και πώς ήταν. Η μοίρα και τα άστρα θα κανόνιζαν τα υπόλοιπα.

Ο γιατρός κατάλαβε πως ο χωρισμός του από τον εμίρη, ήταν κοντά. Ανίσως αντάμωναν πάλι, θα οφείλονταν σε συναστρία, κάτω από ζώδιο που δεν ήταν η εποχή του να χαράζει τον ουρανό. Ένα πρωί, ο εμίρης έλειπε. Άφησε τη λαμπερή του αρματωσιά στην τέντα, αγόρασε μια καμήλα, και την φόρτωσε με τα απαραίτητα για ταξίδι ενός μήνα, κράτησε ένα πουγγί με διάφορες παράξενες και πολύτιμες αξίες και πριν ξεκινήσει το ταξίδι του, στάθηκε στις τέντες όπου οι ευσεβείς μακρυγένηδες ξύριζαν τα κεφάλια τους, τρεις φορές τον χρόνο και ζήτησε από τον ξαφνιασμένο κουρέα να ξυρίσει την μακριά, αρχοντική γενειάδα του. Αισθάνθηκε παράξενα, ωσάν γυμνός, αλλά ήταν γι αυτόν, ένα νέο πρόσωπο.