82. Δεύτερες σκέψεις
Θα ήταν ντροπή να παρουσιάσω την Αϊσέ ως μια χαζούλα που δεν πήρε είδηση το πυρωμένο βλέμμα της Άφρας και τον υπόγειο πόθο της. Επειδή είχε την διαίσθηση και το ραντάρ να το καταλαβαίνει.
Βέβαια, δεν διανοήθηκε πως αυτά θα γίνονταν με το στανιό. Υπέθεσε πως η Άφρα την ήθελε σύντροφο, συνοδό και γόησσα για να πλαισιώσει τις φαντασιώσεις της.
Πέρασε μερικούς μήνες απορροφημένη στην οργάνωση των επιχειρήσεών της. Ο Πόλεμος άγγιζε το τέλος του και είχε μεταφερθεί κοντά της, στα Βαλκάνια. Και η χώρα της δύσκολα έκρυβε πως δεν ήταν και τόσο ουδέτερη.
Κατά τον Σεπτέμβριο του 1944, σκέφτηκε να ξαναβάλει αμπέλια για εξαγωγή και πέρασε πολλές μέρες ακούγοντας αγρότες και γεωπόνους. Τότε, στον μικρό Τσεκμετζέ, της ήρθε η πρόσκληση να βρεθεί στα εγκαίνια του εργοστασίου αλιπάστων της Άφρας και να περάσουν λίγες μέρες στην ήρεμη, λόγω εποχής, Μαύρη θάλασσα.
Χάρηκε. Ετοίμασε βαλίτσες και προμηθεύτηκε δώρα και αγαθά για την αδελφική της φίλη. Αλλά στη μέση των προετοιμασιών, άρχισε να κάνει δεύτερες σκέψεις. Κάτι μέσα της την τριβέλιζε. Κάτι στο βλέμμα της Άφρας και στον τρόπο που την κοίταζε επίμονα όταν δεν πρόσεχε.
Κι έτσι, ξεκίνησε υποθέσεις εργασίας, ως πού θα τραβούσε εκείνο το βλέμμα τη ζωή της.
Ερωτικές εμπειρίες δεν είχε, τουλάχιστον δεν τις είχε εξομολογηθεί στην συγγραφέα αυτής της ιστορίας. Αλλά φαντασία διέθετε και μάλιστα πλούσια. Σκεφτόταν τέντες δροσερές στην κουβέρτα της σκούνας, ένα δωμάτιο στην πρύμνη λουσμένο στο φως, πνιγμένο στους κατηφέδες και στα μαξιλάρια, σερμπέτια, σιρόπια και λικέρ μεθυστικά και αγγίγματα που την γέμιζαν προσδοκία. Θα ταξίδευε σε μια κρουαζιέρα ηδονής. Τα όπλα και το τσούρμο, μήτε που τα υπολόγιζε.
Στέλνοντας το ραβασάκι από μια μαραμένη παραλία, η Άφρα δεν είχε καιρό για αναπολήσεις. Έχτιζε, πρώτα στο μυαλό της και αργότερα στην πραγματικότητα, ένα χρυσό κλουβί για την συναρπαστική ψυχοκόρη. Σκέφτονταν τα ρουχικά της και τα δεσμά της και σκεφτόταν σε ποιους έμπιστους θα παράδιδε την κοπέλα, πώς θα την τάιζε και πώς θα την ερέθιζε.
Κι έτσι οι δύο ψυχοκόρες, γεμάτες δεύτερες σκέψεις, στένευαν τα όρια του χρόνου που τις χώριζε ελπίζοντας αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές της Θεάς Τύχης, αποφεύγοντας πάντως να αναζητήσουν την αλήθεια από τα άστρα.