8. Η πρώτη ηδονή
Το μακρυνάρι που μπήκε ο εμίρης, ήταν σκοτεινό και το φώτιζαν χάρτινες καμπάνες. Στο βάθος μια κομπανία μουσικών με ούτια, κεμανέδες και ζίλιες, ενώ τέσσερις έφηβοι κρατούσαν ρυθμό με την ανάσα τους, φυσώντας δυνατά ένα σκληρό, σκισμένο στη μέση φύλλο. Ψαθιά μπροστά σε κάθε πελάτη που καθόταν μόνος ή με συντροφιά, και πάνω τους ανοιχτά δοχεία όπου έβραζαν φύλλα τσαγιού κι αφιόνι.
Τον έγδυσαν αγόρια βαμμένα με χέννα στο πρόσωπο και στα χέρια και του φόρεσαν μια ρόμπα με φαρδύ ρέλι μαύρο, ενώ βουτώντας ένα σφουγγάρι με αρωματικά κλαδάκια και νάρδο, τον μοσχοβόλησαν από τον λαιμό έως τα γόνατα.
Διδαγμένος ο εμίρης από τους συντρόφους του, ήξερε την διαδικασία. Του άπλωσαν το χέρι ζητώντας πληρωμή κι αυτός τους έδωσε κομμάτια από τραχύ αχάτη και μπιλίτσες από πετρούλες της Γεδρωσίας στο χρώμα των κυμάτων του Ωκεανού. Και τον τριγύρισαν τρία σκεπασμένα με μαύρη γάζα κορίτσια, που άφηναν μόνον τα μάτια τους στη θέα. Αυτός έμοιαζε έμπειρος και πειθήνιος, μόνον αφού βεβαιώθηκε πως κανένα κορίτσι δεν είχε μάτια στο χρώμα του πάγου, όπως η κυρά των στοχασμών του.
Πρώτα του έπαιξαν μια παντομίμα μεταξύ τους. Η μία ήταν αιχμάλωτη και την κρατούσε η άλλη ανάσκελα, και η τρίτη μάλαζε τα πόδια της ξαπλωμένης ελεύθερα στα χεράκια της. Έπειτα, τον τάισαν από μικροσκοπικές γαβάθες με ξυλάκια βαμμένα σπόρους και καραμελωμένα φύλλα από άγνωστα φυτά και τον πότιζαν μεθυστικό γάλα.
O εμίρης υπήρξε πάντοτε λάγνος και το χαρέμι του το ήξερε καλά αυτό, διότι συνήθιζε να παίζει με τις γυναίκες και τις παλλακίδες του ομαδικά, σε αντίθεση με τα ήθη και τα έθιμα άλλων εμίρηδων που μοιράζονταν την κλίνη του με μία εκλεκτή της μιας νυχτός. Κι έτσι, έμπειρος, δέχτηκε τις θωπείες και τις υποδοχές που του παρείχαν με τέχνη και μαστοριά και τα τρία κορίτσια. Μετά, αφέθηκε σε ύπνον γλυκύν, ώσπου τον ξύπνησε, αγγίζοντάς τον με φτερό παγονιού στα χείλη, ένας καμπούρης σημαδιακός, σπάνιας ασκήμιας, που ωστόσο έλαμπαν τα βαθιά στις κόγχες μάτια του, από εξυπνάδα.
Συνεννοήθηκαν εύκολα, καθώς ο καμπούρης έδειχνε να ξέρει όλες τις λαλιές του κόσμου, κι όταν δεν τις ήξερε, χάραζε στη στάχτη από την νεκρωμένη φωτιά του τσαγιού, που ίσιωνε με την σπαθιά της παλάμης, σχέδια και εικόνες, διδακτικές των ερωτήσεων και των απαντήσεών του.
Η Αγορά που βρέθηκε, δεν ήταν πόλη, δεν είχε ηγεμόνα, αλλά κανένας δεν τολμούσε να την αγγίξει, επειδή αμέτρητοι λαοί τους βόλευε να υπάρχει. Στο παλάτι της, που το κυβερνούσαν γέροντες, καμπούρηδες και γενικά άνθρωποι με πολλές εμπειρίες, έμπαιναν μόνον αυτοί που κατάφερναν να περάσουν από το μακρυνάρι με το πέταλο στην εξώθυρα και να γίνουνε δεκτοί. Κι αυτός, του λέγει ο καμπούρης, έπραξε όλα τα αναμενόμενα στην αίθουσα και τονε βρήκαν κατάλληλο.
Μαθημένος από αμέτρητες υποδοχές και πρεσβείες στο κάστρο του, και διδαγμένος από τον γιατρό του, ο εμίρης έλαβε από τον καμπούρη μια ξύλινη πλάκα, σμαλτωμένη στα περιθώρια, με ένα πέταλο στο κέντρο. Ήταν η άδεια να κυκλοφορεί στην Μεγάλη Αγορά, ασύδοτος, ελεύθερος και περίεργος όσο ήθελε. Κυρίως να μπορεί να μπαίνει στο μεγάλο υπόγειο παλάτι, που από το μακρυνάρι, μια σκάλα οδηγούσε στους μυστικούς ορόφους του.