63. Στο χαμάμ
Μια σελίδα με την πιο προκλητική φωτογραφία έγινε μπαλάκι στα χέρια της Μπολούρ και την πήρε μαζί της στην επίσκεψη που έκαναν κάθε μήνα οι ψυχοκόρες στο χαμάμ από ένα κοντινό βακούφι. Ήθελε να βρει τρόπο να μάθει για την έκταση του πάθους και της ενοχής που την τύλιγε. Αφήνοντας τα ρουχάκια της και παίρνοντας τις γαλότσες και τα μπουρνούζια, φρόντισε, εκεί που σύχναζαν οι άλλες κυράδες, να ισιώσει το χαρτί και να το αφήσει απλωμένο στο πέτρινο κάθισμα. Στάθηκε μετά την κώχη της πόρτας και δήθεν ξετύλιγε τα μαλλιά της.
Πρώτη το είδε μια προφανώς γιαβουκλού κυρά, που το άρπαξε και το έδειξε σε μια της φιληνάδα. Μουρμούριζαν και χασκογελούσαν και εκείνη, τάχα άμαθη, τις ρώτησε τι ήταν αυτή η φωτογραφία. Την μέτρησαν με το βλέμμα την βρήκαν ενήλικη και την ενημέρωσαν. Ήταν φωτογραφία, απαγορευμένη βέβαια, από την Ευρώπη και δυνάμωνε τον οίστρο των ανδρών.
Η Μπολούρ έμαθε ένα σωρό λεπτομέρειες για κονάκια της αμαρτίας , κολλημένα στο λιμάνι και σε αλάνες πριν το Γεντι Κουλέ, αλλά και για άνδρες συνετούς που έδειχναν τις φωτογραφίες στις γυναίκες τους και τους έλεγαν «θέλω να μου κάνεις αυτό κι αυτό».
Η Άφρα, δίπλα της, ενδιαφέρθηκε, αλλά δεν ταράχτηκε, μικρο κορίτσι, βλέποντας τη φωτογραφία. Η Μπολούρ την ρώτησε το γιατί κι εκείνη της ανέφερε πως μια γρηά στη γειτονιά της έδινε συνέχεια τέτοια χαρτιά και εκείνη τα χάζευε συχνά . Ήταν κατά τη γνώμη της παράξενα καμώματα που έκαναν οι μεγάλοι άνθρωποι μεταξύ τους και όταν μεγάλωνε θα έκανε κι αυτή τα ίδια. Εξάλλου, τη μεγάλη συλλογή τηνε κρατούσε η Αϊσέ που φύλαγε πάκα κρυμμένα όπου μπορούσε.
Στο σπίτι, έπεσε ανάκριση. Η Αϊσέ ομολόγησε πως μάζευε αυτές τις αμαρτίες επειδή είχε ολίγους μήνες που έβλεπε το φως της μέρας. Και είπε στις άλλες δύο πως τις μάζευε επειδή όταν ήταν τυφλή στην Περσία αλλά και αργότερα, άγνωστα χέρια και χείλια, ανδρικά και γυναικεία, την χάιδευαν και την μάλαζαν μέσα στη σιωπή κι αυτό της άρεζε. Πολύ.
Η Μπολούρ ταράχτηκε αλλά το έκρυψε. Και ζήτησε από την Αϊσέ να της δείξει το πώς. Αυτό που ένοιωσε ήταν αξέχαστο ιδίως όταν έκλεινε τα μάτια.
Έπειτα οι τρεις κοπέλες ασχολήθηκαν με το ποιες και ποιοι μπορεί να έπραξαν αυτά στην Αϊσέ, σκέφτηκαν άτομα, από την Κασπία, το ταξίδι και το καράβι και κατέληξαν σε μερικά.
Μετά, αναλύθηκαν σε γελάκια πνιχτά. Ήταν μια βουβή συμφωνία καθώς τσιμπούσε ή χάιδευε η μια την άλλη, κρύβοντας τον ουράνιο ερεθισμό με την απάτη της Χώρας των Γελώτων.