Οι ηδονές της Αϊσέ [60]
15-06-2018

60. Τα φτερά της Φήμης

 

Το παλιό οκταθέσιο Άλμπατρος της Λουφτχάνσα που νοικιάστηκε από τον Εμίνογλου ιδιωτικώς για να μεταφέρει τη συντροφιά του στην Τεργέστη και το εννέα ημερών ταξίδι τους με το γέρικο ποστάλι «Ίστρια» που τους άφησε στην Πόλη πριν καταλήξει στην Αζοφική θάλασσα, δεν άφησε ασυγκίνητη την τουρκική κοινωνία που διάβαζε εφημερίδες. Είχε μόλις περάσει το παγκόσμιο κραχ και η ιστορία ενός μπεκιάρη που προσπάθησε και κατάφερε να γιατρέψει την ψυχοκόρη του ενέπνευσε επιφυλλίδες στη Μεσόγειο και πολλούς επαίνους. Φτάνοντας στο κονάκι του, τον περίμεναν τηλεγραφήματα, συγκινητικές επιστολές και προσκλήσεις από προξενεία και αξιωματούχους. Κι ένα υπουργικό γραφείο του μήνυσε πως ο Πατέρας Ατατούρκ ευχαρίστως θα έπινε έναν καφέ μαζί του είτε αν τύχαινε να πάει στην Άγκυρα είτε περνώντας ο ίδιος από την Πόλη.

Έβαλε και διαμόρφωσαν για την Αϊσέ μια κάμαρη στην ευρύχωρη σοφίτα και την επίπλωσε κατά το γούστο της. Δεν ήταν ακόμη σε θέση να διαβάζει για πολλήν ώρα, αλλά ήταν πολύ ευχάριστες οι ειδήσεις από την Άφρα, για την διάθεση των συμαθητριών της να την γνωρίσουν. Επίσης, καθώς η ιστορία τους έγινε γνωστή τόσο στη γειτονιά, αλλά και το Ταξίμ, ο Εμίνογλου δέχτηκε πλήθος προσκλήσεων του καλού κόσμου, να πιούνε ένα τσάι με εκείνον και τις ψυχοκόρες του, αλλά και για βόλτες στον Βόσπορο ή στη Χάλκη, ακόμη και για ιππασία στα πολωνέζικα τσαΐρια.

Δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα, άρχισαν οι επισκέψεις, σύμφωνα με την ετικέτα: μπιλιετάκια, άμαξα ή αυτοκίνητο να παίρνει τον μπεκιάρη και τις κόρες του και να τους επιστρέφει στο κονάκι, φορτωμένους άνθη και κομψά ρούχα, ακόμη και σαραγλάκια με καρύδι, τα καλύτερα. Ο Εμίνογλου υπομονετικά, μάζευε τις καρτβιζίτ και έδινε τις δικές του. Και καθώς ανταπέδιδε τις επισκέψεις, έκανε καλές επαφές με ποικιλία ανθρώπων που κανονικά δεν θα γνώριζε ποτέ.

Σε γιορτές εθνικές ή μπαϊράμια, ανάλογα την εποχή, έδινε εντολή και σε καλαθούνες του έστελναν από τα κτήματά του φρέσκα ζαρζαβατικά, καλκάνια και παλαμίδες από τις ξυλόσκαλές του και σπάνια καβούρια της Προποντίδας σε όσους τον είχαν καλέσει. Ξόδιαζε ασυλλόγιστα πολλές λίρες για να ντύνονται όμορφα τα κορίτσια,  ενώ τα συνοικέσια, ειδικά για την Μπολούρ, έπεφταν βροχή από γονείς αγοριών που ήταν σε ηλικία γάμου.

Βέβαια το κονάκι του δεν ήταν τόσο μεγάλο για πολλά ραβαΐσια και βεγγέρες, αλλά το έλυσε κι αυτό. Κοντά του, στο ίδιο σοκάκι ρήαζε μια μεγάλη αυλή με κήπο και δέντρα. Την αγόρασε κι έχτισε ένα ευχάριστο περίπτερο από γυαλί και σκληρή καστανιά, με κουζίνα, μπάνια και όλα τα καλά. Κάθε τόσο οργάνωνε μια γιορτή, υποδέχονταν τους καλεσμένους και τα αγόρια που γάμπριζαν και στο τέλος μετά τα κεράσματα, έβγαιναν οι ψυχοκόρες ντυμένες οπτασίες σιωπηλές και όλοι τις παίνευαν.

Μέσα στον τζερτζελέ, ο Εμίνογλου βγήκε τον χρόνο να ερωτευτεί. Τον προσέλκυσε ένας σιωπηλός και εύχαρις Κούρδος αμαξάς που τον έβλεπε και ριγούσαν τα συκώτια του. Εκείνος έμενε απόμακρος και τυπικός, μάλλον από ντροπή και φόβο. Πάντως απασχολούσε η θωριά του τόσο τον Εμίνογλου, ώστε δεν πρόσεξε πως τα κοράσια του είχαν επίσης χτυπηθεί κατά πρόσωπο και κατάστηθα, από τα φτερά του έρωτα.