6. Στη Μεγάλη Αγορά
Ο εμίρης κι ο γιατρός, έχοντας το βουνό στην πλάτη, κατηφόρισαν. Στο βάθος του ορίζοντα έλαμπαν λίμνες και οι λόφοι ήταν δασωμένοι. Οι σπάνιοι διαβάτες που αντάμωναν έμοιαζαν προκομένοι, έκοβαν ξύλα, έφτιαχναν κάρβουνο και κάθε τόσο αντάμωναν θάμνους στολισμένους με κουρελάκια, σαν προκυνήματα. Πέρασαν ένα χωριό με πολύ αραιά σπίτια και πολλά πρόβατα. Τους φιλοξένησαν, επειδή τους θεώρησαν προσκυνητές. Εκεί ρώτησαν ποια πόλη και ποιοι άνθρωποι κατοικούν σε τριών ημερών απόσταση. Ο γιατρός είχε υπολογίσει πόσο απείχε ο τόπος όπου το τυχερό τους άστρο βρισκόταν στη στέγη του ουρανού.
Τους είπαν ένα όνομα. Μεγάλη Αγορά. Σε όλες τις γνωστές γλώσσες, αυτό σήμαινε. Λαοί και φυλές από παντού, εκεί εμπορεύονταν, εκεί οι ναοί τους, εκεί ο πλούτος και η ευτυχία.
Όταν έφτασαν εκεί, δεν τους γέμισε το μάτι. Αμέτρητες τέντες , πολύς κόσμος, τα αγαθά τα φύλαγαν ένοπλοι. Αλλά συχνά μετρούσαν νομίσματα, αγοράζοντας κάτι και ο ήχος ήταν ο πιο συνηθισμένος στην Μεγάλη Αγορά. Άρα, υπήρχαν δουλειές.
Έμενε το βασικό: να χωθούν σε αυτήν την παράξενη κοινωνία, να έβρισκαν τα ματάκια ενός κοριτσιού στο άνθος του, να πλησίαζαν τη φαμίλια της, και ο εμίρης να ανακάλυπτε πάλι την ζωντάνια της ζωής. Αλλά πως να ζήσουν εκεί; Ο εμίρης ήταν δεινός πολεμιστής, ικανός στη μάχη και στη χωσιά και στην νίκη, αλλά δεν μπορούσε να πουλήσει, μήτε να αγοράσει-δεν ήξερε το άθλημα. Πώς θα ζούσαν εκεί, ντυμένοι το ρούχο του προσκυνητή; Θα ζητιάνευαν;
Ο γιατρός πρότεινε του αφέντη του κάτι τολμηρό. Αυτός ο λαός των εμπόρων, έβηχε, φταρνίζονταν, λιγοθυμούσε, τον έπιανε η καρδιά του, είχε διάρροιες και αναίτιο θυμό. Δηλαδή, χρειάζονταν γιατρό και όχι απατεώνα. Και ο δικός μας γιατρός, εκτός από μάντης και ξύπνιος, ήξερε θεραπείες και γιατρικά, έκλεινε πληγές και έφτιαχνε νάρθηκες και δικούς του επιδέσμους.
Πρότεινε στον εμίρη να νοίκιαζαν μια τέντα και να ζούνε εκεί, διαφημίζοντας τον ταξιδιώτη από μακριά που γιάτρευε δωρεάν ή φτηνά, ή ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Και ο εμίρης θα ήταν ο κράχτης, ο βοηθός και ο ακόλουθός του. Για να αποκτήσουν αγαθή φήμη και ρούχα και σύνεργα και γιατρικά. Τα βράδια, κάθε τόσο θα έκαναν πάλι και πάλι έναν έλεγχο, αν βρίσκονται κάτω από το αστέρι τους, ενώ θα αναζητούσαν συνεχώς τα ματάκια που έψαχναν.
Έτσι κι έγινε, και το αποτέλεσμα τους ξάφνιασε. Κάθε πρωί, τους έκαναν επίσκεψη ασθενείς και οδοιπόροι, τους εμπιστεύονταν τα άρρωστα μέλη τους, και τις αρρώστειες της κοιλιάς, την βαρειά τρέλα και τις ασθένειες της Σιωπής. Πάνω στο κασελάκι του γιατρού κουδούνιζαν νομίσματα και υφάσματα, βαζάκια με μύρα και αρώματα. Ό,τι δεν ήταν ιατρικό, ο γιατρός έστελνε τον εμίρη να το μεταπουλήσει.
Κάθε απόγευμα, κι όταν έκοβε η δουλειά, ο γιατρός άφηνε τον εμίρη να παίζει τον νοσοκόμο και αυτός έκανε μεγάλες βόλτες μέσα στο πλήθος, ρωτώντας και εξετάζοντας αν υπήρχε φαμίλια ή ένα μοναχικό κορίτσι που φάνηκε πριν λίγες εβδομάδες, αναζητώντας το, τάχα συγγενής.
Αλλά και ο εμίρης αισθάνονταν παράξενα, με αγωνία και ευτυχία μπερδεμένα, διότι μπορούσε να ζήσει χωρίς τα στολίδια της εξουσίας του, και πολύ κοντά στον ευγενή του στόχο: να βρει επιτέλους, τα παγωμένα μάτια του έρωτά του.