Οι ηδονές της Αϊσέ [57]
12-06-2018

57. Η εύνοια της στιγμής

 

Στη χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Εμίνογλου, την ώρα που έτρεχε για παρθεναγωγεία και ξένες γλώσσες, γινόταν κοσμογονία ή κατ’ άλλους, χαλασμός. Ένα κύμα μεταρρυθμίσεων του κράτους και της κοινωνίας, από τον νέο πατέρα της Τουρκίας έφερνε ενθουσιασμό, φόβο, αμηχανία και ανατροπές. Άλλαζε το αλφάβητο, το ντύσιμο, τα ονόματα, ολόκληρο το δέρμα των λαών που την κατοικούσαν. Πρώτη φορά με τόσο λίγους «ξένους» σε αυτά τα χώματα. Οι αντιδράσεις δεν περιορίζονταν μόνον στις μεγάλες ηλικίες, αλλά και σε πλήθος οπαδών του απέραντου χαλιφάτου, από το οποίο απέμεινε ένα αισθητά μικρότερο τμήμα. Και ο Κεμάλ, που διέθετε δημοφιλές πρόσωπο, ως ο άνθρωπος που γλύτωσε τη χώρα του από την καταστροφή, ήταν ταυτόχρονα και ο ίδιος που της άλλαξε σχεδόν τα πάντα.

Το ζήτημα δεν ήταν η απόδοση περιουσιών που ανήκαν σε άλλους και η περίθαλψη των προσφύγων της Δύσης. Οι συνθήκες εργασίας άλλαξαν, όπως και οι συνθήκες της ζωής. Και υπήρχε ανάγκη να υπάρξουν ομάδες, άνθρωποι, επιτελεία και ισχυρά πρόσωπα, τα οποία θα στήριζαν το έργο του.

Σε αυτό το κρίσιμο μεσοδιάστημα, άνθρωποι με λίγα προσόντα που δεν σκόπευαν να αλλάξουν ζωή, συντάχθηκαν με τον Κεμάλ, και ανάμεσά τους, όπως είπαμε, ο Εμίνογλου, που η συγκυρία του πρόσφερε πλήθος αγαθών, κτημάτων, αλλά και δικαιωμάτων. Καθώς η κοσμική παιδεία απλώθηκε, μια νέα γενιά αναπτύχθηκε με πάθος να εκσυγχρονιστεί, αλλά και μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, απλώς δεν είχαν το κουράγιο ή την δύναμη να αλλάξουν.

Ο Εμίνογλου, που δεν χρωστούσε μήτε γρόσι στους  πασάδες, αλλά τα πάντα στους νέους κυβερνήτες, στάθηκε σημαντικός παράγοντας του καθεστώτος, αν και η εμπειρία του ήταν φτωχή. Αδιαμαρτύρητα πήγαινε όπου τον έστελναν, έβαζε σε δουλειές όποιους του έδειχναν και πλήρωνε μεγάλα βάρη σε είδος και χρήματα υπέρ της νέας πατρίδας που άλλαζε. Η νέα πρωτεύουσα ίσως ήταν απαραίτητο να υπάρξει αλλά δεν ήταν τα νέα κτίρια και τα υπουργεία που θα την άλλαζαν. Η Πόλη, η πόλη του Κωνσταντινούπολη ή Ισταμπούλ, άλλαζε μεν δραματικά, αλλά είχε όλες τις χάρες και την λαϊκή ευμένεια του λαού. Αν και για πολλούς ήταν πανάκριβη και χωρίς νέες υποδομές, ο Εμίνογλου έγινε βαθμιαία, ενθουσιώδης θαυμαστής της.

Αργά και βασανιστικά, σχεδόν με το ζόρι, έμπαιναν στις φροντίδες του Εμίνογλου και χιλιάδων νέων αφεντικών, η λογαριαστική, η τροφοδοσία του πληθυσμού, η εμπορική αλληλογραφία, η επαφή με ξένες εταιρείες, η νέα αρχιτεκτονική, οι πιο ενημερωμένες εφημερίδες, το μαγικό ραδιόφωνο, τα αυτοκίνητα και ο κινηματογράφος. Ξαφνικά, το επιχειρηματικό ενδιαφέρον να υπάρξει εισαγωγή σόργου από την Περσία, φάνταζε ακατοίκητο βουνό. Νέα προϊόντα και δίκτυα, άρχιζαν σποραδικά αλλά επίμονα να ενώνουν τις πόλεις σε όλους τους ορίζοντες.

Σε αυτά τα χρόνια, σχεδόν καθημερινά γέμιζε το μυαλό του Εμίνογλου η διάθεση να ξενητευτεί, να ξεχάσει τα πάντα, να ζήσει βίο λιτό και ξένοιαστο πουλώντας το έχει του και πηγαίνοντας σε άλλη χώρα, με μικρότερες απαιτήσεις. Αλλά πάντοτε το ανέβαλε και βασανίζοντας στον άχαρο, μοναχικό του βίο, προσδοκώντας πως η τύχη, η μοίρα και οι συναστρίες θα του έδειχναν τον δρόμο της ζωής.

Και η μοίρα, δεν άργησε.