56. Ψυχοκόρες
Τα κοράσια με το ζόρι μπορούσαν να μιλήσουν, δεν ήξεραν τη γλώσσα. Ο Εμίνογλου τις έστειλε σε σχολείο κοριτσιών, μια τάξη από μόνες τους, αδιαφορώντας για τα ακριβά δίδακτρα. Και μετά από δύο χρονιές τις έστειλε σε ένα αυστηρό οικοτροφείο θηλέων που είχε και σχολείο, όπου μάθαιναν γλώσσες, μουσική, οικοκυρική και άλλα χρήσιμα.
Για την Αϊσέ, φρόντισε να μείνει κι αυτή στο οικοτροφείο, αλλά της είχε τρεις δασκάλες για να μορφωθεί. Ταυτόχρονα, ζήτησε τη βοήθεια γιατρών, Ευρωπαίων, μήπως και βελτιωθεί η όρασή της. Τρελάθηκαν αυτοί σε ιατρικά συμβούλια και γνωματεύσεις ώσπου κάποιος φίλος που τον λυπήθηκε του είπε το μυστικό: το κορίτσι έχει μια ελπίδα μόνον εάν έχει περίοδο. Μόνον τότε ωριμάζουν οι παθήσεις των ματιών. Και να στείλει το παιδί σε μεγάλη χώρα, σαν τη Γερμανία. Εκεί ασχολούνται με τέτοια ζητήματα. Στο μεταξύ, ας μάθει γλώσσες και βλέπουμε.
Τα ακατάσχετα προξενιά που κάθε τόσο πρότειναν στον Εμίνογλου, τον άφηναν αδιάφορο. Μήτε αυτός ήξερε το γιατί. Ένας τόσο δραστήριος άνθρωπος και στο μυαλό του σπανίως ερχόταν ο οίστρος, τα μεράκια και τα χαλβαδιάσματα. Θαρρείς και δεν είχε η σάρκα του συγκίνηση. Γι’ αυτό και περίμενε από τις ψυχοκόρες του, προετοιμασμένες, χαριτωμένες και αγαπημένες, να του χαρίζουν στοργή και συμπάθεια. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε.
Στο βάθος της ψυχής του, ο Εμίνογλου αισθανόταν περίεργα μόνος. Ο έρωτάς του στην Σεφιχιέ, ήταν μοναδικός και οφείλονταν μάλλον στην ξένη χώρα, στον ξένο τόπο, σε μέρος δολοφόνων και εκφρόνων φυλών. Γι’ αυτό και κράτησε τόσον καιρό η προσήλωσή του.
Αλλά από το σχολείο και τον στρατό, ένα πράγμα τον μάγευε : η αρσενική παρουσία. Τόσο, που ντρεπόταν να την εκφράσει. Από την εφηβεία, ήταν ερωτευμένος με δυνατούς ή τρυφερούς άνδρες και ό,τι περισσότερο ποθούσε ήταν να αφεθεί στο μπράτσο ενός ποθητού του. Επειδή τα μάτια του είχαν δει πολλά και έβλεπε, τις τραβούσαν αγόρια και νέοι από την βία και την περιφρόνηση αυτών των ποθητών λεβέντηδων, δεν τολμούσε να ανοιχτεί σε φίλους, συμμαθητές και συναδέλφους. Και φυσικά, ποτέ στους νέους κύκλους των εμπόρων, των πολιτικών και των συνεργατών του.
Γι’ αυτό και μαθαίνοντας πως έλειπε η Σεφιχιέ από τον μελλοντικό του βίο, χάρηκε πολύ. Απίστευτα. Από την άλλη, το παιδί της το τυφλό και οι ψυχοκόρες του, του άνοιγαν έναν δρόμο ευτυχίας και προσμονής. Κλειστός άνθρωπος, ευγενής και εύπορος, έβλεπε πως δεν θα μπορούσε να γίνει η γυναίκα, η αρρεβωνιαστικιά και η ποθητή, κανενός άνδρα από εκείνους που ο ίδιος ποθούσε. Ώσπου αντικρύζοντας τις ψυχοκόρες του, το κατάλαβε:
Ναι, δεν θα γινόταν η γυναίκα, κανενός, αλλά κάλλιστα τον βόλευε να γίνει Μητέρα. Η μητέρα αυτών των κορασίων και γιατί όχι, αργότερα να γινόταν και μητέρα των παιδιών τους. Ήταν μια βαθύζωνη αίσθηση που απέκτησε, μακριά από πόθους που δεν τον ενδιέφεραν, κοντά σε σχέσεις και σε γεγονότα που πλησίαζαν το πάθος της ζωής του και για τα οποία δεν κινδύνευε μήτε μια στιγμή.
Γι’ αυτό και ο Εμίνογλου, υπομονετικά ύφαινε την ζωή των κοριτσιών του, ελπίζοντας, στο άδηλο μέλλον να γινόταν (και το θεωρούσε τιμή του) η Αννέ Σεχρά, η τιμημένη, σεβαστή και ακόρεστη μητέρα τους.