55. Συνάντηση στο Μπεκιάρ Σοκάκ
Άφρα, Μπολούρ και Αϊσέ, με την συνοδεία τους, άφησαν το πλοίο Trabzon με τις στενές κουκέτες και ανέβηκαν με ένα ανοιχτό Ντολμούς έως το Ταξίμ κι από κεί σε ένα καφενείο με σεπαρέ, στο Μπεκιάρ Σοκάκ ,που είχε κλείσει ο Εμίνογλου εγκαίρως, καθώς από την Τραπεζούντα του τηλεγράφησαν την άφιξη του καραβιού. Τα μπαγκάζια τους τα κουβαλούσαν δέκα χαμάληδες.
Στο σεπαρέ, αγγάρεψαν τη μαγείρισσα να σερβίρει στα κορίτσια αϊράνι και σαραγλάκι, ενώ στην είσοδο του καφενείου περίμεναν οι συνοδοί με τα χαρτιά.
Ο Εμίνογλου έφτασε στο καφενείο με ένα Τάτρα ενδεκάρι, παλιό μοντέλο, με σωφέρη και μίλησε με τους συνοδούς, να οδηγήσουν τους χαμάληδες στο σπίτι του που δεν ήταν μακριά. Κατόπιν μπήκε χωρίς καπέλο στο σεπαρέ και τα κορίτσια σηκώθηκαν με σεβασμό. Με νεύμα τις έπεισε να σηκώσουν τα μάτια.
Η Άφρα είδε έναν μεγάλο, ντυμένο παράξενα, χωρίς κελεμπίες ή βρακιά, χωρίς σαρίκι και στο χέρι ένα ψαθάκι. Της φάνηκε καλός και χαμογελούσε. Από τον περίγυρο κατάλαβε πως ήταν άνθρωπος με λεφτά και ντροπαλός όπως όλοι οι μεγάλοι.
Η Αϊσέ δεν είδε τίποτε διότι ήταν τυφλό το καημένο. Δεν σήκωσε καν το κεφάλι, διότι δεν έβλεπε νεύματα και χειρονομίες.
Η Μπολούρ, απεναντίας, είδε έναν βαρύ άντρα που την ποθούσε και θα την πονούσε πολύ με το βάρος του επάνω της και την βαριά ανασαμιά του πάνω στο στήθος της. Αλλά έβλεπε ήδη πως θα πολιτεύονταν και ποια θα ήταν τα κέρδη της. Δηλαδή μια ζωή σε μια μεγάλη πόλη.
Ο Εμίνογλου τίποτε από αυτά δεν είδε ή δεν σκέφτηκε. Πλημμύρισε με οδηγίες προς εαυτόν, όπως το συνήθιζε.
Τα κορίτσια ήθελαν σχολείο. Να μάθουν γλώσσα να μιλάνε. Να μάθουν να φέρονται στην πόλη και στα χωριά. Ίσως να τα κλείσει κάπου εσωτερικά ώσπου να μάθουν να φέρονται. Ή καλύτερα να τις βάλει σε ένα από τα πατώματα του σπιτιού να ζήσουν και να μάθουν όλες τις δουλειές και το μαγείρεμα. Δεν ασχολήθηκε άλλο. Ναι, για την Μπολούρ σκέφτηκε «με αυτήν θα χαλβαδιάσω» και τέρμα.
Κι ενώ τις κοιτούσε, τα μάτια του γέμισαν από άλλες εικόνες, από το χωριό που πρωτοσυνάντησε τη Σεφιχιέ. Ήταν σε έρημο μέρος, εξαιρετικά κατάλληλο για καλλιέργεια σόργου. Δεν είχε δει πουθενά στην Περσία. Θα έβαζε τον Αβδούλ να τον υπηρετήσει και να σπείρουν χιλιάδες χιλιάδων στρέμματα και να τα κάνει εισαγωγή τάχατες ζωοτροφές που δεν είχαν δασμό. Και να μάθει τους Πέρσες να τρώνε το αλευράκι του. Αλλά και μέσα από τα κορίτσια που θα μεγάλωναν, να είχε τις ψυχοκόρες, τις μορφωμένες και τις έμπιστες, που θα του κρατούσαν τα βιβλία, θα τους μάθαινε τρόπους και θα τις πάντρευε όλες με πάμπλουτους εμπόρους, καραβοκύρηδες και πολιτικούς. Και τα κορίτσια αυτά, θα γλύκαιναν την προσωπική του ζωή. Και μόνον αφού σκέφτηκε καταλεπτώς το μέλλον τους και το όρισε, τότε κατόπιν εορτής και παρά την μικρή τους ηλικία άρχισε να σκέφτεται ηδονές, χάδια και τερτίπια που κανένας νους δεν μπορούσε να φανταστεί.
Ήταν ένας κηδεμόνας.