54. Ο σόργος
Γιατί ο Εμίνογλου ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό το φυτό; Διότι του φάνηκε μια πολύ ελπιδοφόρα και επικερδής επιχείρηση.
Ο σόργος είναι ένα βεργολυγερό φυτό, που μοιάζει με το καλαμπόκι και ο σπόρος του αλέθεται και τρώγεται όπως αυτό. Έχει και ποικιλία απ’ όπου βγαίνει ένα μακρύ καλάμι, με στέρφο σπόρο και απ΄αυτό γίνονται σκούπες, γι αυτό και το λένε σκουπόχορτο. Είναι ο σπόρος των φτωχών του πλανήτη, ενώ οι εύποροι το καλλιεργούν για ζωοτροφή.
Φυτρώνει εύκολα, δεν θέλει πολύ νερό, μήτε μεγάλη φροντίδα. Ευνοείται από το θερμό και ξερό κλίμα, γι’ αυτό και στη χώρα του Εμίνογλου υπάρχει σε αφθονία, όπως τα όσπρια. Αλλά ο Εμίνογλου, που έφαγε στο στρατιωτικό του και στις δυσκολίες των πολέμων, μπόλικα πιττάκια από αλεύρι σόργου, καθώς πολέμησε σε μέρη όπου ήταν άφθονος, σκέφτηκε να προσφέρει στην αγορά και στους συμπατριώτες του, μια καλή πηγή να τρέφονται. Δεν ήθελε και μεγάλη οργάνωση. Βρήκε καλλιεργητές, τους έδωσε μια καλή τιμή, πολύ χαμηλή σχετικά με άλλες πηγές φαγητού και η αγορά ενδιαφέρθηκε αμέσως. Σε τρία ή τέσσερα χρόνια, ο σόργος, είτε ως άλευρο, είτε ως σπόρος που ήθελε άλεσμα,υπήρχε σε όλα τα μπακάλικα και τις αποθήκες της χώρας. Με την ευκαιρία,οργάνωσε και μερικές συντεχνίες που πουλούσαν σκούπες, όμορφες, με κοντάρι ή χωρίς, για τις ανάγκες των νοικοκυριών. Οι χρυσόχρωμες σκούπες του Εμίναγα, που ξεχώριζαν από τις άλλες χάρη σε ένα καφετί διπλό δέσιμο από καφετιά λυγαριά, γινόταν ανάρπαστες στα παζάρια της χώρας.
Οργάνωσε την παραγωγή και την διανομή, πρώτα στα ξερικά και άγονα εδάφη, στα ρείθρα των ερήμων, όπως στην Καππαδοκία και είχε στη δούλεψή του αντιπροσώπους που είχαν αναλάβει και τις σοδειές.
Τα εισοδήματά του έγιναν τεράστια και παρά τον ανταγωνισμό που εμφανίστηκε αμέσως, οι άνθρωποι που αγόραζαν τον προτιμούσαν. Καθώς ήταν φτηνό αγαθό, δεν σκέφτηκε να το νοθέψει και έδινε σημασία ακόμη και στο τσουβάλι που είχε τη φίρμα του.
Περνούσε ο καιρός, ξυπνούσε ο κόσμος από την περίοδο της πείνας και των άσπαρτων χωραφιών. Δουλευτές υπήρχαν πολλοί και γέμιζαν τις πόλεις και τα χωριά με την όρεξη να δουλέψουν. Ολόκληρες οικογένειες μακάριζαν την φίρμα του Εμίνογλου κι εκείνος πάντα έβρισκε ευκαιρία να κολλάει επί τόπου, σε μέρη που ο σόργος του είχε πέραση, αποθήκες, μπακάλικα και μαγαζάκια σε παζάρια που διέθεταν ένα σωρό προϊόντα από τα κτήματα και τα άλλα του προϊόντα. Ήταν ο πρώτος που έδωσε σημασία στη ρεκλάμα, που καθιέρωσε τα πιο ακριβά προϊόντα στις πολιτείες και φρόντιζε τους υπαλλήλους του.
Όταν τα τρία κοράσια και οι συνοδοί έδωσαν γνωριμία σε άνθρωπό του στην Τραπεζούντα που περίμενε και τις έβαλε στο καράβι, ο Εμίνογλου ήταν ένας απορροφημένος επαγγελματίας, με μασούρια λίρες που ο λόγος του περνούσε στην αγορά και στο κράτος. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να φανταστεί τα μπερεκέτια που τον περίμεναν, καθώς οι τρεις κορασιές, ωσάν τις τρεις μοίρας, θα έμπαιναν στη ζωή του και θα την άλλαζαν, όπως ο ενάντιος άνεμος δεν τρομάζει το καραβοκύρη που ξέρει να δουλέψει τα πανιά του, αρμενίζοντας.