50. Τα μαντάτα
Επτά μήνες πέρασαν από το καραβάνι του Εμίναγα, επτά μήνες, σχεδόν είκοσι σινεμάδες, άφθονα αλισβερίσια με εμπόρους, οικογενειακές επισκέψεις και πολιτικές ανακατωσούρες. Το κεμέρι του κτηματία περίσσευε και ο σεβασμός γύρω του ήταν πληθωρικός. Και στο τέλος αυτού του διαστήματος, οι δουλευτές του γύρισαν φορτωμένοι με αγαθά και δώρα από τον Αβδούλ της Σεφιχιέ, και κυρίως με συνταρακτικά νέα.
Η νύφη ήταν εκεί, στο παράξενο χωριό της και τον περίμενε. Μόνον που δεν ήταν μόνη. Συντροφιά της είχε, αχώριστο από αυτήν, ένα μωράκι. Ζήτημα να ήταν ενός έτους, όταν το πρωτοείδαν οι μαντατοφόροι. Φυσικά, ως κομιστές δώρων και φύλακες μιας προίκας που περίμεναν, ρώτησαν τον αρχηγό της φυλής και του χωριού και της μεγάλης φαμίλιας, πούθε και πώς αυτό το μωρό, αυτό το τυχερό. Η απάντηση δεν τους ξάφνιασε, αλλά και δεν την πίστεψαν. Η Σεφιχιέ ανάμεσα στις αδελφές της, είχε και μία λατρεμένη που πέθανε στην γέννα του πρώτου της παιδιού. Συγκινημένη και μέσα στον θρήνο, βρήκε παραμάνα να της το βυζαίνει και έδωσε όρκο μεγάλον να μεγαλώσει το ανήψι της κι όποιος ψιθύριζε πονηρά ας ήταν τρισκατάρατος και βάσκανη η μοίρα του. Θα περίμενε τον Εμίναγα, χάρηκε μαθαίνοντας τα νέα και την προκοπή του, αλλά ο νόμος ο ιερός που είχε δώσει, της απαγόρευε να αφήσει το έρμο το κοριτσάκι σε γιαγιάδες και γέροντες. Ήταν δεμένη με την αδελφή της και κανένας γάμος δεν θα την άλλαζε. Αν ο Εμίναγας καταλάβαινε τον πόνο της, θα ήταν διά βίου ο τιμημένος άνδρας της. Αν όχι, θα του ετοίμαζε τις πιο περιποιημένες κατάρες του ντουνιά γύρω από την Κασπία θάλασσα.
Οι μεταφορείς, οι καμηλιέρηδες και οι φίλοι του Εμίναγα, του τα είπαν με το νι και με το σίγμα. Του δήλωσαν πάντως πως η συμπεριφορά της Σεφιχιέ, δεν έμοιαζε θείας λατρεμένης, αλλά μάνας που έλυωνε από αγάπη στο πρωτότοκό της. Ήταν κοριτσάκι και το είπαν Αϊσέ. Δεν τους άφησε να χαρούν την παρουσία του, τους το έκρυβε. Σε κάθε περίπτωση αυτά είχαν να του ειπούν, η κοπέλα τον περίμενε και του έστειλε θερμά χαιρετίσματα.
Όλοκληρη η μυθολογία της Ανατολής, ήταν κατάσπαρτη από ιστορίες χαμένων ή νόθων παιδιών που αργότερα πρόκοβαν στη ζωή τους και συνήθως τελείωναν με αίμα και δάκρυα. Από παιδάκι ο Εμίναγας γέμιζε τα νυχτέρια του με παρόμοιες διηγήσεις. Αλλά η οικονομική του κατάσταση, η ανάμνηση του δέρματος της Σεφιχιέ και οι λαμπρές, παράδοξες εμπειρίες του από την χώρα των Φαρσήδων, του έδιναν, έτσι νόμιζε, μεγάλη ευρυχωρία στις εκτιμήσεις του. Έως τότε ασκούσε αραιά το «χαλβέτι», το ερωτικό παίγνιο με φιληνάδες και παλλακίδες, όπως σύμπασα η κοινωνία στα μέρη του Αλλάχ. Πλήρωσε τους καμηλιάρηδες, έδειξε να μην εντυπωσιάζεται από τα κουτσομπολιά τους και τους ξέχασε.
Απόμενε το πιο σημαντικό: να κλέψει χρόνο να πάρει την Σεφιχιέ απο τους δικούς της και να στήσει το δικό του σπιτικό. Ήθελε να το κανει και τίποτε δεν άλλαζε τη γνώμη του. Μέσα του απέρριπτε κάθε περίπτωση οι παράξενοι αυτοί δολοφόνοι και μυστήριοι, να θέλουν να τον ξεγελάσουν. Για καλό και για κακό, ρώτησε και μια γριά που προμάντευε και η απάντηση ήταν καθησυχαστική. Δεν είχε να φοβάται τίποτε.