Οι ηδονές της Αϊσέ [5]
30-03-2018

5. Το όνειρο

Ο γιατρός έμενε ξάγρυπνος στη σπηλιά, τρέφοντας τη φωτιά, επειδή  ο εμίρης κοιμόταν με ανοιχτά μάτια, και τον ανησυχούσε πολύ που φαινόταν να μην ανασαίνει. Ο ίδιος μασούλαγε μαύρη κανέλλα και έξυνε το μάγουλο με ένα καύκαλο από θαλασσινό χτένι. Αλλά αυτά τα γιατρικά δεν απάλυναν τη νύστα του, κι όταν αιφνίδια χάθηκε στο πέπλο του ύπνου και ξύπνησε αλαφιασμένος, ο εμίρης στέκονταν ακίνητος και όρθιος στο έβγα της σπηλιάς. Είχε φτάσει εκεί υπνοβατώντας.

Τον πλησίασε και άκουσε το όνειρό του.

«Ονειρεύτηκα πως κοιμόμουν μπρούμητα και μου έλειπε ο αέρας. Κατάφερα με προσπάθεια να γυρίσω ανάσκελα και βλέπω ένα παιδάκι κοριτσάκι να με κοιτάει γυαλίζοντας τα μάτια του βουρκωμένο. Φορούσε ένα τραχύ, σκληρό πέπλο που ρουφούσε το φως κι έμοιαζε ασώματη κεφαλή. Και μου είπε, πριν ρωτήσω το παραμικρό ότι εκεί που ο Άβελ, το αστέρι φωτίζει τον λαιμό της Ανασούρα, η ανταύγεια κατεβαίνει και χρωματίζει την Φυλή των Ογούρων, που κατοικούν ανάμεσα στη γη του Χάν και στη γη του Σουλτάν. Και το δικό του αστέρι είναι ο Γιλδούν, όπως θα τον ονομάσουν οι Φυλές που θα κυβερνήσει. Και αυτή θα είναι κρυμμένη εκεί. Πριν ξεστομίσω λέξη, έκαμε ένα άλεφ με τα χεράκια της και είπε «ξύπνα και φύγε και βλέπε ψηλά»

Ο γιατρός, παραβαίνοντας τον Νόμο, άδραξε τον εμίρη από το μπράτσο και εκείνος τον κοίταξε αυστηρά. «Όνομα είχε; Σου το είπε;»

«Δεν είπε και δεν ρώτησα. Έμοιαζε με το κοριτσάκι που με έκαμε σκλάβο της καρδιάς και τον ματιών της». «Δεν ξέρω τι σημάδι είναι αυτό, αλλά ξέρω πως δεν υπάρχει επιστροφή πλέον. Να βιαστούμε, να συνεχίσουμε και θα τα δείξει όλα ο δρόμος που μας ετοιμάστηκε»

Τότε άρχισε να φωτίζεται  ο ουρανός και κοιτάχτηκαν σιωπηλοί. «Πού βρισκόμαστε, γιατρέ;». «Για την ώρα, στο Πουθενά και στο Ποτέ, αλλά πιστεύω ότι σύντομα θα υπάρξει το Κάπου και το Πάντοτε για εμάς».

Ο γιατρός έτρεξε στα άλογα και τους πέρασε καπίστρι, τα χτυπάει στα καπούλια και τα φέρνει έξω. Ιππεύουν, κοιτάζει τον ουρανό και αποφασίζει: «δεν θα ξαναδούμε τη σπηλιά. Θα έχουμε οδηγό τον Δράκοντα ανάμεσα στις Άρκτους και όταν ανταμώσουμε χρυσή βροχή, θα είμαστε στον τόπο που βρίσκονται οι Φυλές σου».

Δεν πρόλαβαν να τριποδίσουν στο σκοτάδι και δεν υπήρχε πια σπηλιά. Αντίθετα, μπροστά τους, ένα φιδωτός ίσιος δρόμος, θαρρείς και άνοιξε και τους οδηγούσε ανατολικά. Γινόταν άλλοτε στενό μονοπάκι κι άλλοτε ευρύχωρο πλακοστρωμένο καλντερίμι, αλλά μέσα τους ήξεραν πως βρισκόταν στα χέρια της Μοίρας, που το όνειρο του εμίρη συνεχίζονταν στον ξύπνιο τους και πως ο φιδωτός δρόμος δεν είχε γυρισμό.

Τώρα, τη ζωή τους κυβερνούσε το κοριτσάκι και τον θάνατό τους, η Τύχη. Και βέβαια όταν ξημέρωσε στο κάστρο της ερήμου και ήρθε η ώρα να μαζευτούν οι θαυμαστές και οι περίεργοι να θαυμάσουν και να απορήσουν με το πρόσωπο της Λυγερής, στη θέση της υπήρχε βαρετός πάγος και δύσκολος ανήφορος. Την Λυγερή την έκλεψαν δυο θνητοί, ένας άρχοντας κι ο παρακατιανός του, που όδευαν στη χώρα της Φαντασίας Που Πάντα Είναι Αληθινή.