48. Σεχιφιέ
Πλάνης και παντέρημος, ντυμένος τραχύν επενδύτη, στρατολογημένος άκεφα, ο Εμίναγας δεν ήταν επί ξύλου κρεμάμενος. Αν δεν τον καταδίωκαν τσαρικοί λοχαγοί και σαρικοφόροι του Ινδοκουχ, ντυμένοι Γκανγκα Ντίν, και θα γλύτωνε τα αίματα σε μια ξένη πατρίδα των Φαρσί, είχε καιρό να ποθήσει πάλι τον λόφο της Περγάμου, τα πλατώματα της Μαγνησίας και την λευκή θάλασσα που ήτανε κοντά. Αυτή ήτο η πατρίς του, των ρωμιών, των φραγκοφορεμένων και των λεβαντίνων γειτονιές, μαζί με πλήθος πιστών του Προφήτη, που παλιά γέμιζαν εμιράτα και τώρα ήταν ή παρίσταναν την αυτοκρατορία.
Όταν είδε την Σεχιφιέ, κατάλαβε πως δεν έμοιαζε με καμία σκεπαστή γυναίκα της ζωής του. Μικρός είχε προσπαθήσει να μάθει κεμανέ, αγαπημένο του όργανο αλλά τώρα που την αντίκρυσε, το τραγούδι άνθισε μέσα του, από πανάρχαια ανάβρα:
Αν μας χτυπήσει ο χωρισμός, καμαρωτή αγάπη μου
Και αστροπελέκι θα σβήσει την καρδιά μου,
Να μη νοιαστείς και ξέχνα με. Εγώ για σένα λυώνω.
Η Σεχιφιέ ήταν κοντούλα, με δέρμα από χάσικο πανί και τα μάτια της έπιαναν μαζί με φρύδια και βλέφαρα, το μισό της προσωπάκι. Ήταν κεφάτη και δειλή, το βλέμμα της πόθος εμίρηδων που νόμιζαν πως γεννήθηκαν ποιητές. Αστόλιστη κορασιά, με εύκολο το γέλιο και χαμηλοβλεπούσα, ως μελλοντικής αγάπη όποιας πεθεράς θα της τύχαινε.
Τα υπόλοιπα, τα σκοτεινά και βύθια που κάθε γυναίκα κρατούσε για να λιχνίζει τους ακαμάτηδες άνδρες, προσφέροντάς τους υποταγή και έρωτα, δεν μπορούσε και δεν ήθελε να τα καταλάβει. Γι αυτό και ζήτησε από τον άρχοντα της Κανταβάρ την άδεια να την κάνει γυναίκα του, αλλά όχι αμέσως – όταν με το καλό γυρνούσε στην πατρίδα και μετρούσε το έχει του. Και ο ηγεμόνας, χωρις άλλη κουβέντα, ζύγισε το κεμέρι του και είπε στον Εμίναγα πως καπαρώνει για χάρη του την κόρη για έναν ακριβώς χρόνο. Του πρόσθεσε και την προίκα που ζητούσε και έπρεπε να την κουβαλήσει μαζί του όταν θα επέστρεφε για τον γάμο.
Ο Εμίναγας, παθιασμένος και χαρούμενος αναχώρησε και τον ευλόγησε το Κανταβάρ. Αυτό που δεν ήξερε ήταν πως ο ηγεμόνας παζάρεψε με την ωραία κόρη το προξενιό και συμφώνησε μαζί της τι ποσοστό θα λάβει απο την προίκα της. Διότι με αυτόν τον τρόπο ζούσε το χωριο αυτό. Σκοτώνοντας γαμπρούς και αποκτώντας μύριες προίκες. Ναι ήταν αιώνες δολοφόνοι και σεβαστοί, πρόθυμοι σφαγείς και τεχνίτες στα μπερδεμένα κρεβάτια. Ενίοτε άφηναν τους επίδοξους γαμπρούς να κοιμηθούν τις θηλυκές τους και κρατούσαν τα αρσενικά παιδιά ωσάν δικά τους. Οι έυπιστοι και οι ξένοι ήταν πάντοτε θύματα με αυτούς του αβασίλευτους, θηριώδεις κακόψυχους. Που έμεναν στον πλανήτη επειδή ήξεραν τα τσαλίμια του φεγγαριού, γιάτρευαν φριχτές αρρώστειες και δεν σέβονταν κανέναν νοικοκυρεμένο περαστικό.
Από τον Τίγρη ποταμό στο ζυγό που τον χώριζε με το ποτάμι τον Χαρσιώτη με τα μέταλλα και τα ασήμια, ήταν παιχνίδι για την διμοιρία του Εμίναγα να βαδίσει δυτικά έως την Αμάσεια. Εκεί τον περίμεναν μεγάλες περιπέτειες και δύσκολες συγκυρίες. Αλλά το πρόσωπο της Σεχιφιέ τον φώτιζε όπως η Πούλια τον χαμηλωμένο, θυμωμένο ουρανό.