Οι ηδονές της Αϊσέ [47]
29-05-2018

47. Η έκπληξη του Εμίναγα

 

Ένας κομψός, παρά την ταλαιπωρία του πολέμου, υπαξιωματικός-σύνδεσμος σε μια Περσική Φυλή που πολεμούσε στο πλευρό των Οθωμανών, ενάντια σε Ρώσους και Βρεττανούς, όταν η ήττα παραμόνευε παντού, πέρασε από ένα παράξενο χωριό που το κατοικούσε μόνον μια μεγάλη οικογένεια. Το χωριό λεγόταν Κανταβάρ και έμενε πεισματικά ουδέτερο σε εκείνον τον χαμό. Ο ίδιος λεγόταν Εμίναγας και υποχωρώντας με τη διμοιρία που του απόμεινε ζήτησε στέγη και τροφή εκεί, που του την παραχώρησαν με προθυμία.

Ο Εμίναγας, παρά την μικρή του πείρα από τον κόσμο και απασχολημένος να πολεμάει Αρμενίους και ομάδες Ινδών που ήταν ντυμένοι από τους Άγγλους, ξαφνιάστηκε πολύ, όταν μπήκε στο Κανταβάρ. Δεν έμοιαζε με τις πρόχειρες, φτωχικές μάντρες των άλλων χωριών. Ήταν στην ουσία ένα ερειπωμένο ανάκτορο ακαθόριστης χρονολογίας και το μεγαλύτερο μέρος του ήταν σε υπόγειες αίθουσες και λαγούμια, που έλαμπαν από πάστρα και ήταν παράξενα επιπλωμένα, με αντίκες και έπιπλα που ταίριαζαν στην Τεχεράνη και στην Ταυρίδα,  αλλά όχι στην φριχτή ερημιά των πυλών της Κασπίας, που ο κόσμος γνώριζε, όσο γνώριζε, από τους Ασσασίνους και τον Γέρο του Βουνού.

Τον τάισαν και τον κοίμησαν σε μάλλινα στρωσίδια και με απλό, καλομαγειρεμένο φαγητό από φούρνο. Επίσης, έφαγε, κι αυτός και οι φαντάροι του, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά της οικογένειας του γέροντα Αβδούλ, πράγμα εξωφρενικό γι’ αυτές τις γειτονιές πίσω και πέρα από τον πολιτισμό.

Ο Αβδούλ, που ήξερε πολλές διαλέκτους και δεν είχε καν στη ζώνη του το απαραίτητο εγχειρίδιο, τους εξήγησε πως στο Κανταβάρ κατοικούσαν πάνω από ογδόντα νοματαίοι, όλοι συγγενείς και είχαν εγγυήσεις, παμπάλαιες, από αρχηγούς οικογενειών, από Σάχες και Χάνηδες της Χρυσής Ορδής, αλλά και από Χαλίφες ονομαστούς του παρελθόντος.

Τους έπλυναν τα ρούχα, καθάρισαν και γυάλισαν τα τουφέκια τους, τους έντυσαν με μεταξωτές ρόμπες και δερμάτινα πασούμια. Μαγείρευαν τα όσπρια με βούτυρο κατσίκας και τους κερνούσαν αϊράνι νόστιμο. Από κανενός μουσαφίρη το μυαλό δεν πέρασε από τον νου πως ήταν παγίδα ή κίνδυνος. Και το πρώτο πρωινό, ο Αβδούλ είπε την ιστορία τους.

Ήταν απόγονοι της γενιάς του Αλή από τα χρόνια του Προφήτη και ήταν απόγονοι των νικητών της μάχης στην Κτησιφώντα. Αυτά, οι πολεμιστές τα ήξεραν κι από αλλού, αλλά τρόμαξαν όταν ο Αβδούλ τους εξήγησε γιατί απολάμβαναν επί αιώνες τέτοιαν ασυλία:

Ήταν επαγγελματίες δολοφόνοι και ξεμάτιαζαν μια ολόκληρη επαρχία ανάμεσα σε δύο λίμνες και μιαν οροσειρά. Επίσης γιάτρευαν δωρεάν τους γείτονες και ήξεραν να θεραπεύουν την χολέρα και την πανούκλα. Φρόντιζαν επίσης, με βότανα και άλλα μαγικά τα νεογέννητα παιδιά που έμοιαζαν αρρωστιάρικα.

Δεν θα περίμενε κανένας να μην ξαφνιαστεί από τέτοιες διηγήσεις και οι ερωτήσεις του Εμίναγα και των φαντάρων του έπεφταν βροχή. Εντούτοις ο Εμίναγας, είχε μείνει αποσβολωμένος όταν το στερνοπαίδι του Αβδούλ, η Σεχιφιέ, εμφανίστηκε στο κάδρο, χαιρέτισε, και άφησε να φανεί το προσωπάκι της παραμερίζοντας τη διάφανη μαντίλα της.

Στην Ανατολή, συνήθως ακούγονταν παραδοσιακά υπερβολές και ψέμματα, τερατολογίες και ιστορίες από τις χίλιες και μία νύχτες. Μπορεί να συνέβη κι έτσι, εκείνες τις λίγες ημέρες στο Κανταβάρ, αλλά ο Εμίναγας έπαθε μεγάλο έρωτα μπροστά την Σεχιφιέ. Όχι άδικα, μήτε παράξενα.