Οι ηδονές της Αϊσέ [44]
24-05-2018

44. Ο τελευταίος Ρωμαίος

Εν τω μεταξύ, στην μακρινή Νουβία, ο στρατηγός Πετρώνιος ήταν πετρωμένος από τον Φόβο και την Ανησυχία. Δεν είχε πληροφορίες, και όσες έφταναν εκεί, τον μπέρδευαν περισσότερο. Τα περίπολα που έστειλε όπου μπορούσε, δεν γύρισαν ποτέ στο στρατόπεδό του. Από ανθρώπους της χώρας που κατείχε, έφταναν απαίσιες ειδήσεις που αρνιόταν να παραδεχτεί. Πως η Συήνη, η πιο κοντινή πόλη, ήταν αδέσποτη και εχθρική. Πως ένα μεγάλο κάστρο, η Φουστάτη, χτίστηκε πάνω στο δρόμο της επιστροφής του. Πως η Αλεξάνδρεια εχάθη και δεν υπήρχε καμία διαταγή, είτε από τη Ρώμη, είτε από τη Νέα Ρώμη, μήτε καν από τη θάλασσα. Ο στρατός του ζούσε κλέβοντας και είχε πουλήσει τις βαριές χειμωνιάτικες στολές των λεγεώνων, ντυμένος με ρόμπες και με το ζόρι κρατώντας ένα μαχαίρι για άμυνα.

Τελευταία φορά που έπαιξε τον στρατηγό, ήταν περίπου ο μήνας που ο Αλούφ δέχτηκε την πίστη του Προφήτη. Έπρεπε να φτάσουν, όσοι ζωντανοί, στη θάλασσα, τη μεγάλη θάλασσα, απέναντι από την Ιταλία. Μια κολόνα θα βάδιζε, έστω και άοπλη, κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας. Άλλη μια αποστολή, με οδηγούς θα έμπαινε στην έρημο και θα κοιμόταν στις σπάνιες οάσεις της, προσπαθώντας να την διασχίσει. Άλλες κολόνες δεν μπόρεσε να συνάξει, επειδή οι λιποταξίες ήταν πολλές, το νερό έμοιαζε φαρμακωμένο και οι αρρώστειες θέριζαν.

Οι δύο μεγάλες ομάδες από τις λεγεώνες που κατάντησαν πανικόβλητα πλήθη, ξεκίνησαν ταυτόχρονα και ο Πετρώνιος πήρε τον θαλασσινό δρόμο. Δεν έμαθε ποτέ πως αυτοί που πήραν το δρόμο της ερήμου, πιάστηκαν από τους Πιστούς και είτε αλλαξοπίστησαν ή σκλαβώθηκαν. Επίσης αρκετοί κατέφυγαν σε μοναστήρια της ερήμου. Κανένας δεν είδε την μεγάλη θάλασσα. Υπήρχαν και φήμες πως αρκετοί πήγαν στις χώρες των Γοριλλών και των Πυγμαίων και έμαθαν στους κατοίκους του μεγάλου δάσους ό,τι κάτεχαν από πολεμική τέχνη.

Ο Πετρώνιος, ο ακατάδεχτος και βίαιος Πετρώνιος, έμοιαζε ζαρωμένος, σαν μια μάζα στεγνωμένο κρέας, χωρίς νου. Την κολόνα του την παράτησε μόλις βρήκε εύκαιρο ένα βαρκάκι με λοξό πανί, το επίταξε και με μια μικρή ομάδα βαθμοφόρων του, κατευθύνθηκαν βόρεια, με την Αραβία στα δεξιά τους.

Σε δεκαπέντε μέρες, κορακιασμένοι από τη δίψα και τρώγοντας το συκώτι από μεγάλα, άφοβα ψάρια που τα τραβούσαν με το μοναδικό τους καμάκι, είδαν το όρος Σινά να βροντάει και στους πρόποδες του έναν μικρό συνοικισμό, με πολλές σκηνές και τέντες και πρόβατα σε δυο λόφους, ενώ μια μικρή σκάλα με ψαρόβαρκες βρισκόταν στην απανεμιά. Πέταξαν ό,τι όπλο διέθεταν και παρίσταναν τους βασανισμένους ταξιδιώτες στο παραμύθι που πούλησαν σε μερικούς αρματωμένους Άραβες. Αλλά ήταν η τύχη των άστρων (που είναι και η  τύχη των συγγραφέων) όταν τους έφεραν στη μεγάλη τέντα του λόφου και αντίκρυσε, ο δυστυχής Πετρώνιος, το φλογισμένο βλέμμα της Αΐντας που υπήρξε βασίλισσα της Νουβίας και τώρα, σε αραβικό χαρέμι, την έστειλαν στην ερημιά να προστατευτεί από τους πολέμους.

Η Αΐντα πέρασε από λεπίδι του συντρόφους του Πετρώνιου, έστειλε μήνυμα στη Φουστάτη να εξοντώσουν την κολόνα των Ρωμαίων στη θάλασσα, έδεσε τον Πετρώνιο σε σταυρό και την θυμούνται να τον ατενίζει σιωπηλά, πίσω από το τούλι της τέντας της, βέβαιη πως αντίκρυζε τον τελευταίο Ρωμαίο.