43. Το πάθος της μάχης
Βεδουίνοι και ζηλωτές του Προφήτη, αναμετρήθηκαν με δέκα χιλιάδες «κλιβανάριους» (σιδερόφραχτους Πέρσες Ευγενείς) και τους κατανίκησαν σε μεγάλη μάχη έξω από την Κτησιφώντα. Οι Βεδουίνοι ήταν λιγότεροι, αλλά κατάφεραν να νικήσουν λόγω των γυναικών τους. Έτσι το εξηγούσαν Άραβες σοφοί.
Και πώς έγινε αυτό; Πολλά χρόνια πριν, ένα ενοχλητικό γένος φάνηκε στην Κασπία και βαθμιαία κατέλαβε μεγάλη περιοχή των Περσών. Ήταν οι Λευκοί Ούννοι, που είχαν ένα γνώρισμα: πολλοί άνδρες μοιράζονταν νόμιμα και αφοσιωμένα την ίδια γυναίκα. Έτσι, υπό την επίδρασή τους, πολλοί νέοι Πέρσες, που ήταν φιλήδονοι και συναισθηματικοί, περιέπεσαν σε μαύρη μελαγχολία, καθώς στις ευγενικές γενιές, τα κορίτσια και οι νύφες ήταν αχρείαστες και οι πάντες κυνηγούσαν πλούσιες και αυστηρές γυναίκες για να ενώνονται. Ο πόλεμος δεν ήταν πια ευκαιρία κι αφορμή να αποκτούν όμορφες σκλάβες και εξωτικές αρχόντισσες. Οι στρατώνες τους ήταν μελαγχολικοί και μια συνηθισμένη μέρα του πολέμου, ήταν γεμάτη γκρίνια, φλυαρία, πολυφαγία και τεμπελιά.
Απεναντίας, η λαχτάρα της νέας γυναίκας και της γηρασμένης πλην σοφής μητέρας της, ήταν καταμεσής του ονείρου κάθε ζηλωτή του Προφήτη. Και η μάχη, ο τρόπος να κατακτηθεί αυτή η ευτυχία. Αλλά και ο θάνατος δεν τους ένοιαζε, επειδή ο παράδεισος δεν ήταν ακίνητα αγάλματα και ψυχές σκιώδεις και απειλητικές, αλλά μια συνεχής ευτυχία μεταξύ αδοκίμαστων παρθένων και αιτιολογημένης ηδονής.
Οι κλιβανάριοι ήταν ακατάδεχτοι και τα δυνατά τους άλογα ήταν επίσης ντυμένα με φολιδωτό δέρμα από λευκοσίδερο και χαλκό. Τα κοντάρια τους ήταν πελώρια και οι πεζοί τους ελάχιστοι, όπως και οι φημισμένοι τους τοξότες. Με το ιππικό τους ανίκανο να στρίβει εύκολα αριστερά η δεξιά και εξαιρετικά δύσκολο να κόψει τη φόρα του, ήταν καταδικασμένοι να νικούνε όποιομ έστεκε απέναντί τους, να να ακοτώνονται από τους πλαϊνούς εχθρούς. Άσε που τα βαριά κράνη με μια σχισμή μπροστά στα μάτια ,τους τύφλωναν από τον ιδρώτα.
Απέναντι, οι Ζηλωτές του προφήτη, φιλήδονοι, πολύγαμοι, βλάσφημοι και ερωτιάρηδες, μαθημένοι σε χαδάκια και φιλάκια και εύκολες αγκαλίτσες, από πολλές γυναίκες και παλλακίδες, δεν ήθελαν στο βάθος να πεθάνουνε στη μάχη, διότι καλός ο παράδεισος και τα ουρί του, αλλά για την επόμενη μέρα. Έως τότε, μια χαρά ήταν οι γυναίκες και τα κορίτσια, αλλά και οι μυαλωμένες γερόντισσες στα χαρέμια τους.
Κι έτσι έπεσε η Κτησιφών και πολυάριθμα κάστρα τριγύρω της, ο νόμος που Προφήτη επιβλήθηκε τάχιστα, ενώ μια μεγάλη ομάδα πιστών, οι πιστοί του Αλή, βρήκαν την ευτυχία με την νέα πίστη. Και ο Αλούφ, δεν είχε παρά να νικάει ασταμάτητα, προσφέροντας την πρωτοκαθεδρία στον Ουμούρη και στον Χαλίντ, καθώς δεν τον ένοιαζε η δόξα και οι γυναίκες και ο πλούτος. Αυτό που τον χαρακτήριζε, ήταν η βεβαιότητα πως ήταν ζωντανός νεκρός, καθώς η παλαιά του αγάπη, η μυστηριώδης και μυστική, δεν τον ήθελε πια και του το είπε κατά πρόσωπο. Πάσχιζε λοιπόν να ροκανίσει τον καιρό, καθώς ροκάνιζε κάθε τόσο, λόχους και στρατιές με το μυαλό και το δυνατό του χέρι, σκοτώνοντας και διατηρώντας αρμαθιές από κομμένες μύτες των αντιπάλων του, τρώγοντας λιτά και πίνοντας μόνον αραιωμένο γιαούρτι, λησμονώντας τα τρία βασικά χαρακτηριστικά μιας καλής ζωής: να μπορεί να κοιμάται, να κλαίει και να γελάει.