42. Η καρδιά της μικρής βασίλισσας
Ο Αλούφ, παρέα με τον Χαλίντ και με διαταγές του Ουμούρη, ετοίμαζε το ασκέρι για την Περσία και ζήτησε την άδεια από τον Λεόντιο να επισκεφθεί την παλιά μεγάλη του αγάπη, την μικρή βασίλισσα και να πάρει την ευλογία της, καθώς ανάμεσα στις αγάπες της Σούρας και στον δύσκολο καιρό της Νουβίας, μεσολάβησαν γεγονότα που μπορούσαν εύκολα να τον ματιάσουν και η εκστρατεία να εμποδιστεί από τους Ουρανούς. Ο Λεόντιος ευχαρίστως έδωσε την άδεια και ο Αλούφ πήγε στην τέντα της και είδε πρώτη φορά την Σαναά, την κόρη που κάποτε θα μπορούσε να είναι δικό του τέκνο, αλλά οι Τύχες το θέλησαν αλλιώς.
Ο Χρόνος είχε αλλάξει τον Αλούφ ενώ η τυφλή αγάπη του, το είδωλο πάνω στο οποίο είχε οργανώσει το μέλλον του, σε εποχή που δεν υπήρχε μέλλον, ήταν αλλαγμένη, αλλά τον ξάφνιασε η ακμή και ο νέος της χαρακτήρας. Στη θέση ενός ειδώλου ήταν ενώπιόν του μια πανέμορφη, λυπημένη Κυρά, που κάθε τόσο ζητούσε να δει την Σαναά, και ήταν προφανές πως δεν λάτρευε, όπως παλιά, το δέρμα της, αλλά γιατροπόρευε την καρδιά της. Την καρδιά μιας μικρής βασίλισσας.
Παράξενο που το σημειώνω, αλλά έδινε την εντύπωση μιας άπραγης παρθένου, και δεν υπήρχε ίχνος στο βλέμμα της από την λαιμαργία των ηδονών και την ασύσταση, τολμηρή της συμπεριφορά. Δεν ρώτησε τον Αλούφ μήτε για το παρελθόν, μήτε για το μεσοδιάστημα, μήτε για το παρόν. Χωρίς να του αφήσει περιθώριο απάντησης, του είπε:
«Βρίσκομαι απέναντί σου ως μητέρα, κι ας είσαι χρόνια μεγαλύτερός σου. Δεν περίμενα να μας μεγαλώνουν τόσο τα παιδιά μας και πόσο ασήμαντα φαίνονται όλα χωρίς την ματιά τους. Ήμουν διαφορετική και όσο γνώριζα την συντροφιά της, από μέσα μου διάλεγα τον ωροσκόπο μου. Στην αρχή με ξάφνιασε και με μάγεψε η επιμονή σου να συναντηθούμε, ξεπερνώντας δύσβατους τόπους και δυσκολίες. Αλλά όταν έφυγες, το κατάλαβα και τώρα που γύρισες, πάλι το καταλαβαίνω. Δεν έγινα σοφή, αλλά είμαι μια μικρή βασίλισσα. Ξέρω πως θα κινδυνέψεις στον πόλεμο, κι ας σε ευνοούν οι συναστρίες. Ξέρω πως θα σου λείψει ο Λεόντιος που σε γλύτωνε θαυματουργικά από τις αναποδιές. Αλλά έμεινες μόνος σε τάφο της ερήμου την ώρα που με βάτευαν στρατιώτες, που γέννησα την Σαναά, που ανεβοκατέβαινα την άμμο των ταξιδιών. Γυναίκα μόνη που σου αρμόζει είναι η βασίλισσα Αΐντα, κι αυτήν, ακόμη κι αν κάποτε την έχεις, δεν θα την κατέχεις. Σε αφήνω τώρα για πιο χαρούμενες και ταπεινές δουλειές. Ήσουν τα μαύρα και τυφλά μου νιάτα, ήσουν το ξάφνιασμα στα θαλασσινά ταξίδια και το θάρρος που μου έδωσε η υπομονετική αποκοτιά σου. Αλλά όχι πια. Έχω κόρη, μοναχοκόρη, δική μου και αλλωνών. Είδα την φρίκη και την ξεπέρασα. Είδα την ευτυχία και δεν τη γνώρισα. Δεν θέλω να πεθάνεις στον πόλεμο, αλλά και με τον θάνατο, ευτυχισμένος θα είσαι.»
Ο Αλούφ, προσκύνησε, άγγιξε το παιδί στους κροτάφους για να είναι ανεμπόδιστη η ζωή του και μακριά από εκπλήξεις, ανέλαβε με το μυαλό και το κορμί την υπόλοιπη ζωή της μικρής βασίλισσας, ευτυχής που προτίμησε να έχει καρδιά και όχι μάταιους αναστεναγμούς. Πήγε στον πόλεμο.