41. Αλούφ και Λεόντιος
Αυτή η διήγηση ξεκίνησε σε ένα κάστρο και μια μορφή γυναίκας σκαλισμένη σε βουνό στη Μαύρη Θάλασσα και οι δύο οδοιπόροι ήρωές της, μαγεμένοι από μια κοριτσίστικη τυφλή μορφή, κατέληξαν, πάντως μετά από πολλά χρόνια να κοιτάζονται στον Νείλο, μετά από μεγάλο χωρισμό.
Αποσύρθηκαν στην τέντα του Λεοντίου και αφοσιώθηκαν στην εξιστόρηση των περιπετειών τους. Του Λεοντίου η διήγηση κράτησε ώρες, όσο ένα βαρύ δείπνο και πολύ ξυνισμένο γάλα καμήλας. Του Αλούφ η διήγηση ήταν στιγμιαία: «μόνασα μέσα σε έναν τάφο» ήταν τα μόνα του λόγια.
Η απομόνωση του Αλούφ πάντως, δεν σήμαινε πως κοιμόταν απληροφόρητος. Νηστικός ναι, συχνά. Του έτυχε να περιμένει ελεημοσύνη και τρεις και τέσσερις εβδομάδες, αλλά μάθαινε νέα. Κανένας δεν του έφερνε να πιεί, επειδή ήταν παλιά ασκητική τεχνική να μαζεύουν τη δροσιά της σκοτεινής αφέγγαρης ερήμου με ένα παλιόπανο, με το οποίο έβρεχαν τα χείλη.
Μίλησαν πολύ για την αξέχαστη τυφλή κοπέλα που έγινε βασίλισσα δίπλα στην Αΐντα και τώρα περίμενε δίχως να το ξέρει μια άλλη μοίρα. Πάντως ο Αλούφ ήξερε περισσότερα για τον νέο Προφήτη από τον Λεόντιο που είχε κάνει και περιτομή. Από μισόλογα, ο γιατρός κατάλαβε πως ο Αλούφ θεωρούνταν σεβαστός από τους βεδουίνους της Αιγύπτου που τον έπαιρναν συχνά στις επιδρομές τους, αλλά και ως προφήτη στους εμπορικούς δρόμους που πρώτοι χάραζαν.
Κατέληξαν με τα πολλά, και συνδυάζοντας πληροφορίες που θαρρείς και μάζευαν από το μάννα του ουρανού, ότι οι νέοι πιστοί, δεν είχαν συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά ακολουθούσαν πειθήνια τις εντολές του Αβουβάχαρου. Και πως είτε θα απλώνονταν ώσπου να δούνε τα βουνά του Άτλαντα, είτε θα τους έσπρωχναν προς τα βασίλεια των Περσών. Δίχως να το συζητήσουν, και οι δύο θέλγονταν με την προοπτική να φτάσουν στις πύλες της Κασπίας. Επειδή αμφότεροι,από εκεί έτυχε και πέρασαν, εκεί γνώρισαν τον Βαρσάκ και την Κόρη, οπότε θα ήταν πιο χρήσιμοι ως ανιχνευτές και πολεμιστές και θεραπευτές.
Αλλά ο Αλούφ εξομολογήθηκε, ακούγοντας τις ιστορίες του Λεόντιου, πως ήρθε η ώρα του να πλησιάσει πάλι γυναίκες, κι αυτό θα ήταν δυνατό μόνον αν έμπαιναν στην Αλεξάνδρεια. Δεν θα κρατούσε πλέον ιερή παρθενία. Η γυναίκα που ποθούσε ήταν μητέρα στο παιδί του Λεοντίου και δεν υπήρχε επιστροφή στον αρχαίον, ουράνιον εκείνον έρωτα.
Κι όταν οι στρατοί μπήκαν ειρηνικά στην Αλεξάνδρεια και άρχισαν να χτίζουν τον φοβερό του στόλο με τα λοξά πανιά, για να κατακτήσουνε την πράσινη, απέραντη θάλασσα, ο Αλούφ πήγε στην αυλή με τις αιχμάλωτες γυναίκες και ζήτησε να τις κοιμηθεί, όσο μπορούσε περισσότερες, προσφέροντας τα ελάχιστα: τον δικό του πόθο και πλήθος δώρα, από τα λάφυρα τα μαζεμένα από τις πλούσιες γειτονιές.
Θα ήταν παράξενο να θυμίζω με πόσες γυναίκες έσμιξε και πως πολλές, δέχτηκαν αντίδωρο, υφάσματα, ρούχα και σκεύη που ενδεχομένως υπήρχαν στα δικά τους σεντούκια, πριν τη άλωση της πόλης. Στο τέλος οι περισσότερες συμπάθησαν τον Αλούφ, που φέρονταν όχι ως αναβάσταγος Άραβας, που δεν ήταν, αλλά ως ηγεμόνας μαθημένος σε χαρέμια, ιδιότητα που προφανώς γνώριζε καλά. Και καθώς οι ειδήσεις από το στόμα των γυναικών αυτών έφταναν και στους άλλους πολεμιστές του προφήτη και στους εμίρηδες, ο Ουμούρης άκουσε πως ο Αλούφ ήταν ικανός και του έταξε να περάσει γρήγορα στα μέρη της Περσίας. Εκεί ήταν μοίρα του.