39. Δημοπρασία ελπίδων
Η Σούρα έπαψε να επικοινωνεί με την συντροφιά των βασιλισσών και δεν έφτανε στη Νουβία μήτε χρυσάφι, μήτε έμποροι και μάγοι. Ο λαός των Αράβων, στην καρδιά της ερήμου, ήταν σε αναβρασμό, επειδή ακολουθούσε τον Προφήτη. Ο πόλεμος για την Μέκκα, ήταν αιματηρός και το εμπόριο έκοψε απότομα το πτέρωμά του. Η Αραβία γέμισε καβαλάρηδες και πολεμιστές που είχαν όραμα πολύ πιο ισχυρό από τις μαγείες και τις θεραπείες του λαού των Αόπλων. Διότι τα διδάγματα των βασιλισσών είχαν όλες τις ερμηνείες, πολυτελείς ερμηνείες, της ζωής, αλλά στο ζήτημα του θανάτου δεν ανακατεύονταν. Και οι Άραβες του Προφήτη νοιάζονταν μόνον γι’ αυτό. Για τον θάνατο και την ευτυχία που θα έφερνε στους πιστούς.
Ο χάρτης γέμισε από νέους ανθρώπους και νέους τόπους. Αιξωμή, Αίθριβος, Ναββαταίοι και άλλες πέρσικες φυλές. Ο Λεόντιος κατάλαβε σχετικά αργά τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι καβαλάρηδες φανατικοί, οι ντυμένοι το σάβανο της άλλης ζωής, αλλά μήτε αυτός μπορούσε να καταλάβει το βάθος και την ένταση της Κρίσης. Γι’ αυτό και πήρε μαζί του τον Σενέτ και πέρασε την θάλασσα, και φτάνοντας στην αντίπερα στεριά, έπεσε σε απανωτά στρατόπεδα και σκηνές πολεμιστών. Κατάφερε, με πρόσχημα δώρα και περιέργεια, να συναντήσει έναν από τους πλέον επίφοβους εμίρηδες, τον Χαλίντ, που ήταν πιστός του νέου Χαλίφη, του Αβουβάχαρου. Στόχος του ήταν να διασώσει τον άοπλο λαό του, πλημμυρίζοντας την σκέψη των πολεμιστών με χρυσάφι, πόθους και ηδονή.
Φτάνοντας και μετά τα πρεσβευτικά τερτίπια, είδε έναν στεγνό, λιγομίλητο, μαυροντυμένο Άραβα, που δεν είχε πολύ καιρό εμίρης. Μετά τα δώρα που του πρόσφερε, άκουσε συνταρακτικές ειδήσεις, τις οποίες δεν πίστεψε γρυ, κι έτσι έχασε πολύτιμο χρόνο. Οι καβαλάρηδες της Ερήμου είχαν τσακίσει τους Ρωμαίους στα ρείθρα ενός ιερού ποταμού και μάλιστα, στην αψάδα της μάχης,τα γυναικόπαιδα των Αράβων, επειδή εκείνοι υποχώρησαν παροδικά, ξήλωσαν τα παλούκια από τις σκηνές τους και τους ανάγκασαν να γυρίσουν στο πεδίο και να νικήσουν. Επίσης οι ίδιοι έφτασαν στη Συρία και μπήκαν στα βουνά της Περσίας. Ο Χαλίντ, δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται από δώρα και μαγείες. Είπε στον Λεόντιο πως σύντομα, ο εμίρης Ουμούρης θα έμπαινε στην ποθητή Αίγυπτο και ικανοποιήθηκε μαθαίνοντας πως οι Ρωμαίοι με τον Πετρώνιο έχαναν τον καιρό τους στην Νουβία. Και ζήτησε από τον Λεόντιο ένα πράγμα:
«Αν πρέπει να σε πιστέψω, κυβερνάς τον λαό σου με απάτες και ψέμματα. Για να μείνετε ζωντανοί, κοίτα να κρατήσεις με κάθε τρόπο, κι ώσπου να σκάσουν τρεις πανσέληνοι, το στρατό της Αιγύπτου στην Νουβία. Δύσκολο για σένα, αλλά άλλη λύση δεν βλέπω για την καλή σας μοίρα. Θα τους πολεμήσεις όπως μπορείς, κι όταν φτάσουμε στον Νείλο νικητές, θα σε καλέσω να προσκυνήσεις και με περιτομή να ομολογήσεις πως θα μας είσαι πιστός.»
Ήταν ένα παζάρι, μια δημοπρασία που δεν υπήρχε περίπτωση να επικρατήσει η άποψη της αυλής των θαυμάτων. Τώρα το μέταλλο ήταν το ατσάλι κι όχι το χρυσάφι, το δερμάτινο πουκάμισο κι όχι τα λινομέταξα ρούχα, η καρτερία και η συστολή, κι όχι οι καταχρήσεις, ο θάνατος και όχι η ζωή.
Ο Λεόντιος είδε το φως το αληθινό, ζήτησε να προσκυνήσει τον Προφήτη που ανέβηκε στον ουρανό και γύρισε στον όμιλο των γυναικών, να εξηγήσει την κατάσταση.