3. Το μυστικό του εμίρη
Mία των ημερών, ένας άγνωστος στα μέρη αυτά ταξιδιώτης, σημαδεμένος από σπαθί που του χώρισε το πρόσωπο στα δύο, πλην έκλεισε η πληγή, ντυμένος ταπεινά και σέρνοντας ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με το νοικοκυριό του, φλασκιά νερό, σινί για να απλώνει γιοφκάδες και ένα μαχαίρι, έφτασε στο κάστρο και ζήτησε να δει τον άρχοντα του τόπου. Τον μάζεψαν οι φρουροί, και κατά τις οδηγίες, τον τάισαν, τον έδειραν και τον έκλεισαν σε μπουντρούμι.
Εκείνος, ατάραχος και αμίλητος. Κάποιος υποτακτικός τον ανέφερε στον εμίρη στην πρωινή του αναφορά και ο εμίρης ρώτησε τι χρώμα ήταν τα μάτια του. «Ανοιχτόχρωμα, δεν ξέρω» απάντησε εκείνος. Και ο εμίρης τον δέχτηκε. Ο άγνωστος τον προσκυνά και τον χαιρετά σε γλώσσα φαρσί και παστούν.
«Σε θυμάμαι. Είσαι ο γιατρός μου που χάθηκε ξαφνικά και μάταια σε αναζήτησα»
«Έφυγα για να μη σε βλάψω»
«Και γιατί γύρισες;»
«Επειδή προλέγω πλέον τα μέλλοντα και καθώς δεν έχω δικό μου μέλλον, έμαθα το δικό σου»
«Τα άστρα κοιτάς;»
«Όχι. Τις γραμμές της άμμου»
«Και τι γράφουν για μένα οι γραμμές σου;»
«Ότι θα γεννήσεις μια κόρη»
«Έχω χαρέμι και πολλές κόρες»
«Έχε το νού σου. Θα ζωντανέψει η Λυγερή και θα σε ζητήσει»
Ο εμίρης δεν γέλασε. Απεναντίας όρισε τον γιατρό του ως σύμβουλο, τον έντυσε καλά, και τον είχε ομοτράπεζο. Ζήτησε να μάθει το τι και το πως. Με λεπτομέρειες. Διότι ο ταξιδιώτης ήξερε το μυστικό που τον τυραννούσε. Είχε δει περνώντας από το καλύβι ενός πεταλωτή το κοριτσάκι του και έμεινε άλαλος από την παράξενη ομορφιά του. Και του ζήτησε να την φέρει στο χαρέμι, να έρθει σε ηλικία γάμου, δηλαδή να κλείσει τα οκτώ. Και την επαύριο, ο πεταλωτής και η φαμίλια του χάθηκαν, σαν να τους είχε καταπιεί η κόλαση. Έστειλε, να τους βρούνε, ματαίως. Γέμισε θλίψη και αθεράπευτο πόθο. Και ημέρες σαράντα αργότερα, το πρόσωπο της Λυγερής φάνηκε στο βουνό κι έκτοτε έμεινε εκεί, αξιοθέατο σημείο και τυραννία στο μυαλό του, απερίγραπτη. Κάλεσε μάγους και προφήτες και τον έπεισαν πως το κοριτσάκι ήταν μαγεμένο, το άρπαξαν οι Μοίρες και άφησαν το πρόσωπό της στο βουνό, να τον ματιάζει. Και του σύστησαν να ιστορήσει τον εαυτό του στην πύλη, για να ματιάζεται η ζωγραφιά. Κι εκείνος κάλεσε σπηλαιόβιους τεχνίτες από τις όχθες της Κασπίας και του έστησαν την εικόνα. Την δική του.
Ο γιατρός, που τα έζησε όλα αυτά, χάθηκε ξαφνικά και τώρα, δεκαπέντε χρόνους αργότερα, ομολόγησε στον εμίρη πως τράβηξε τα πάνδεινα, ταξιδεύοντας όπου μπόρεσε, για να σηκώσει την κατάρα από τον αφέντη του. Και γύρισε όταν έμαθε την γιατρειά. Του την εξήγησε περιληπτικά και πρότεινε ένα δύσκολο και ακατόρθωτο ταξίδι που θα κρατούσε μέρες σαράντα και επιστρέφοντας, δεν ήταν πλέον εμίρης, αλλά σουλτάνος.
«Τα σύννεφα έρχονται και φεύγουν» του εξηγεί ο γιατρός. «Το νερό επίσης. Μόνον η άμμος δεν θέλει να κρατάει μυστικά και δείχνει τον τρόπο να γίνονται γνωστά. Κι εγώ, εξηγώ την άμμο»
Ο εμίρης συμφώνησε και ετοιμάστηκε για το ταξίδι, με σύντροφο τον γιατρό του που έγινε μάντης.