28. Ειδήσεις από πραγματικό βασίλειο
Ενόσω η Φυλή της Σούρας μεγάλωνε και ρίζωνε, ένα πλεούμενο από ευλύγιστους κορμούς φοινίκων, από πριονισμένα σανίδια και χωρίς κοιλιά, πέρασε το στενό της Υεμένης και ξεφόρτωσε χαυλιόδοντες ελεφάντων, δέρματα απέθαντα ρινόκερων, εύκαμπτα και ανθεκτικά φολιδωτά πουκάμισα πυθώνων, βαφτισμένα στο αλάτι. Ήταν πρεσβεία από το βασίλειο της Νουβίας, που κατείχε καταρράκτες και τις πηγές του Νείλου και έβγαζε τα προς το ζην εμπορευόμενο σκλάβους που τους έπιανε σαν τα κοτσύφια από τις γειτονικές του φυλές. Στην αποστολή, αρχηγός ήταν ένας Νεμέτ, μακρυνός συγγενής του Μπαχτί, του ηγεμόνα των Κουσιτών και ήρθε εκ μέρους της βασίλισσας Αΐντα, που είχε μάθει για την Σούρα και την άοπλη στρατιά της. Ήρθε για γνωριμία και συμμαχία.
Για την Αΐντα, όλοι οι μάρτυρες έλεγαν πως ήταν επίγεια θεά. Αλλά έως εκεί. Η πρεσβεία πρόλαβε την συνοδεία της νέας βασίλισσας στην Κερασφόρο που την δέχτηκε πλουσιοπάροχα και αντιδώρησε τους Νούβιους με υφάσματα και κοσμήματα. Ο Νεμέτ έδωσε στον Λεόντιο μιαν επιστολή της Αΐντα, που ίδρωσαν να τη μεταφράσουν.
«Από την ευχάριστη διαμονή της Συήνης, η Αΐντα, θεά και ηγεμονίς των πηγών του Νείλου, χαιρετά την μικρή άγνωστη στις ακοές μας βασίλισσα χωρίς στρατό και προτείνει ειρήνη και εμπόριο, συμμαχία και ένωση θεών».
Τέτοια ραβασάκια δεν ήταν άγνωστα στον λαό των Γκιοραλήδων, αλλά όλα σκόνταψαν στην Ομορφιά. Διότι ο πρέσβυς Νεμέτ και η ακολουθία του από βαστάζους και ιερείς και σοφούς γέροντες, ήταν οι πιο όμορφοι άνθρωποι του Σύμπαντος Κόσμου. Όχι τόσο ψηλοί, όσο ο ακατάδεχτοι Νασσαμώνες, μήτε πολυτελώς ντυμένοι, όπως οι Αιγύπτιοι και οι Ρωμαίοι. Είχαν αρμονικά σώματα που έκρυβαν ανυπολόγιστη δύναμη, η κίνησή τους ήταν της μικρής γαζέλας, δεν τους έβρισκες πουθενά ψεγάδι και ήσαντε στο χρώμα της καπνισμένης Σελήνης, κατάμαυροι, που γαλάνιζαν στα τελειώματα, με ηδονική ακατάληπτη λαλιά και γελαστά μάτια, ενώ γελούσαν συνεχώς.
Η Σαχίνη τους είδε και λάλησε. Χωρίς να ντραπεί, άγγιζε σε κάθε ευκαιρία τον καθένα της αποστολής, ρωτούσε για το ένα και το άλλο, μην περιμένοντας απάντηση και έβαλε τον Λεόντιο να τους ζητήσει να μείνουν όσο μπορούσαν με πρόφαση πως έψαχνε ικανό αρχιτέκτονα για το παλάτι που σκόπευε να υψώσει στην έρημο που της ανήκε.
Φυσικά, σκόπευαν να χτίσουν έναν ανοιχτό ναό, κι όχι ανάκτορο, με τεράστια αυλή να χωράει και τρεις μυριάδες προσκυνητές, και στις γωνίες του αυλόγυρου τέσσερα άδυτα. Ο Νεμέτ, ζήτησε πινακίδα και χάραξε τη γνώμη του. Σωστή η αυλή, αλλά το άδυτο έπρεπε να είναι ένα και αμετάθετο, με πλήθος δωμάτια και διαδρόμους, να χάνει η μάνα το παιδί. Χάθηκαν στις λεπτομέρειες, αλλά δεν ήταν εκεί το ζήτημα.
Το ζήτημα ήταν πως μαθαίνοντας η Αΐντα τις διαδόσεις για τη φυλή της Ερήμου, σκεπάστηκε από μεγάλο πόθο να γνωρίσει την μικρή βασίλισσα Σαχίνη και φανταζόταν το λουτρό της κάτω από θάμνους κανέλλας, κι ονειρεύονταν να κυματίζεται μαζί της, αυτή άθικτη, εκείνη λυωμένη στο αλαβάστρινο δέρμα της και να μην έχει τελειωμό η ένωσή τους.
Α, χρόνια αξέχαστα, όπου τα λόγια και οι φήμες έδιναν ολοζώντανα οράματα και θύμιζαν λέοντες και στικτές καμηλοπαρδάλεις, διότι, σύμπτωση φοβερή, η βασίλισσα της Νουβίας ήταν τυφλή και το έκρυβε.