24. Μόνο διαταγές
Η μικρή, νέα βασίλισσα, δεν είχε αποφασίσει τίποτε, αλλά ήξερε τον τρόπο. Αισθάνθηκε πως της ήταν απαγορευμένο να αισθάνεται, να πονά, να χαίρεται και να ελπίζει. Διότι από αυτήν όλες και όλοι περίμεναν έναν ρόλο: να διατάζει.
Απ’ αυτήν την άποψη, ήταν σε χειρότερη μοίρα από την βασίλισσα των μελισσών που δεν χρειαζόταν ανάμεσα στην εξουσία και στη ζωή της να παρεμβάλονται λογάκια.
Όταν λοιπόν πρόσταξε τον γιατρό να έρθει στην τέντα της, κι εκείνος, ασυνήθιστος, της μίλησε χωρίς να του το ζητήσει, έβγαλε από τις δίπλες της ανάερης ρόμπας της ένα γυαλιστερό πλατύ μαχαίρι και με αυτό, πίεσε τον λαιμό του. Εκείνος κατάλαβε και σώπασε. Μετά, την προσκύνησε. Μπορεί να μην του ξανάτυχε να δει βασίλισσα ποτέ του, αλλά κατάλαβε.
Τότε εκείνη, χάρηκε και ευφράνθηκε. Παίζει με τις χάντρες στα μαλλιά του, τον αναγκάζει να μείνει γυμνός, κοιτάζεται σε καθρεφτάκι, διώχνει τις δούλες κι έπειτα, κάθεται σε πτυσσόμενο θρονί από ξύλο τριανταφυλλιάς, κι αφήνει τη ρόμπα να πέσει στο κάθισμα και γύρω από τη λεκάνη της. Του κάνει νεύμα να πλησιάσει και, χωρίς φιλί, πιέζει δυνατά τη κεφαλή του πάνω στην κοιλιά της και του λέει κοφτά «δούλευε!»
Θρύψαλλα έγινε η αγέρωχη κοψιά του. Δεν ήξερε από πού να την αγγίξει πρώτα. Εκείνη δε χαμογελούσε και έμενε ακίνητη. Για λίγο. Δεν μπορούσε να ξεχάσει πως κάποτε ήταν σπήλαιο και άγαλμα. Και άρχισε να ανασαίνει αναστενάζοντας. Οπότε ο γιατρός κατάλαβε. Της κλειδώνει τα χέρια στην πλάτη, την απωθεί από το θρονί και την πετάει ανάσκελα στο χαλί, κάθεται αυτός στη θέση της και πιέζοντάς την στυγνά και τρυφερά, αναγκάζει το στόμα και τα στήθη της να τριγυρίσουν τον θώρακα και την κοιλιά του, την εξαναγκάζει να ασχοληθεί με την έρπουσα φύση του και με τα δυο της χεράκια, και την σηκώνει σαν φτερό για να φιλήσει τη δική της φύση.
Η ηδονή τους επισκέφτηκε παρέα. Εκείνος, σώπαινε και ενεργούσε. Κι εκείνη, άρχισε τις κοφτές διαταγές. Κι εδώ, όχι εκεί, μείνε κι άλλο, διώξτο από πάνω μου, να ντρέπεσαι που με αγγίζεις εκεί, μη ξεχνάς να μου βρεις πόλη, λιμάνι και καστράκι, δεν ξέρεις πώς είμαι, θα σε σκοτώσω.
Τελικά, κατέληξαν σε μια στάση που τους βόλευε, κι εκείνος ανάσαινε βαθιά μέσα στο αυτί της, ενώ η νέα, μικρή βασίλισσα, δέχτηκε την επίσκεψη της ευδαιμονίας, που δεν ήταν του σώματος και της καρδιάς ,αλλά θαρρείς και λυτρώθηκε από δαίμονες και είδε το μέλλον της στην αγκαλιά αυτού του ανδρός που έμοιαζε καμωμένος από ξυλοκέρατο.
Κατάλαβε πως η ζωή της θα ήταν σαν της μέλισσας, όταν κι όπως βασιλεύει. Και της έφυγε απότομα ο φόβος και η αγωνία του βίου, απομένοντας μόνον ανάγκες, ματιές και βασιλική συμπεριφορά. Θα ήταν αθάνατη, όσο θα το επιθυμούσε. Θα ήταν τρυφερή και ευέξαπτη, σαν τη δούλα της την Ετζιζέ. Θα γνώριζε ηγεμόνες και θα έπνιγε στασιαστές σε λίμνες και ποτάμια. Θα της έφερναν πανοπλία από κροκόδειλο και θα έβλεπε το ιερό προφίλ της σε οβελίσκους. Θα ξεχνούσε την αμμουδιά της Σούρας και την Όαση.
Χωρίς να κοιτάξει τον γιατρό, του λέγει:
«Λεόντιε, θέλω ένα παιδί».