21. Όταν η ελευθερία αναβλύζει
Οφείλω, ως αναγνώστρια του κειμένου μου, να παρέμβω για να περιγράψω κάτι έξοχο: την ελευθερία.
Η όμορφη, ασύδοτη Γερακίνα, η Σαχίνη, είδε τον Αλούφ να φεύγει σιωπηλός, μετά την εξομολόγησή της και έφρυξε ο λαιμός της από αγωνία και απόγνωση. Μαθημένη από τις ομάδες που έζησε, περίμενε αντίποινα, αντεκδίκηση, μαχαιρώματα, βεντέτες, σκοτεινές προθέσεις και τα σχετικά. Αποκοιμήθηκε πολλές νύχτες με αυτήν την αίσθηση. Κι όταν έμαθε με τρόπο τι έπραξε ο Αλούφ πριν πάρει τους δρόμους, δεν ηρέμησε-πάλι ασταθής ήταν. Φαντάστηκε πως ο επίμονος σύντροφός της χάθηκε για να οργανώσει μια απολύτως μακάβρια και δραστική αντίδραση. Να πληρώσει δολοφόνους και απαγωγείς, να επιτεθεί στον Λεόντιο και την ίδια, να βρεθεί σε παράξενο δικαστήριο όπου θα την έθαβαν στο χώμα ως το κεφάλι και να την πετροβολήσουν.
Μόνο πάνω στις σαράντα μέρες, και αφού έμαθε πλαγίως πως ο Λεόντιος έψαχνε επίσης τον Αλούφ, αλλά δεν είχε ιδέα για την εξομολόγησή της, άλλαξε η ματιά της, φωτίστηκε το πρόσωπό της και η Ελευθερία την επισκέφτηκε, κι ακόμη να φύγει από την ζωή της. Έως σήμερα που σας μιλώ.
Ελευθερία, για τους παλαιούς ανθρώπους δεν σήμαινε ό,τι σημαίνει σήμερα. Σήμαινε να έχεις το ακαταδίωκτο, να μη σε κυνηγούν, να μη σε απειλούν και να κάνεις ό,τι θέλεις. Ακριβώς. Σήμαινε ασυδοσία. Και την ασυδοσία την αισθάνθηκε στο αίμα της. Σταγόνα τύψη δεν σπατάλησε που ο σύντροφός της αποχώρησε σιωπηλός και αποδιοργανωμένος, που φορτώθηκε επάνω του όλα τα κρίματα και στάθηκε ανήμπορος να καταπιεί την αλήθεια της.
Η Σαχίνη έμεινε στα βασικά: πως ανήκε σε παντοδύναμη Φυλή, με δικαιώματα και καθόλου υποχρεώσεις. Ο Αλούφ σβήστηκε από τον βίο της δραστικά, όπως ο πύθωνας απορροφά τα τρωκτικά και τα βατράχια. Το όνομά της ήταν Ελευθερία, κι ας μη την ονόμαζαν έτσι. Πρώτο μέλημά της, στο σχέδιο που οργάνωσε, ήταν να βρει τρόπο να ενωθεί με τον Λεόντιο και να υποχρεώσει τον Βαρσάκ να πάρει τη θέση του Αλουφ στα πάντα στο εμπόριο, στις μοιρασιές, στα ταξίδια, στις διαπραγματεύσεις και στα νέα καλούδια που θα πήγαιναν στη μερίδα της. Οι παλαιοί έρωτες δεν έμοιαζαν με τους σημερινούς, δεν ήταν βήματα στο χάος. Ήταν συμπυκνωμένο υγρό πυρ, ισλαμική χειροβομβίδα, ανύψωση σε όποιον ουρανό (από τους επτά) επιθυμούσε ο ερωτευμένος.
Πέντε σεληνιακοί μήνες πέρασαν, ώσπου ο Βαρσάκ να δεήσει να παραδεχτεί πως ο σκοτεινός Αλούφ, άφησε τον κόσμο που ήξερε και αναζήτησε, για άγνωστο λόγο, έναν δικό του. Οπότε, και καθώς οι Γκιοραλήδες δεν είχαν καρφωμένους σε πινακίδα νόμους, μήτε ζούσαν μακριά από απάτες, αισθάνθηκε πως έπρεπε να καλέσει τον γιατρό και την Σαχίνη για να ορίσουν εξαρχής τον κόσμο τους, ανάμεσα στους αβασίλευτους Άραβες και στα υπόλοιπα ζητήματα μιας αναγκαστικά κοινής ζωής.
Το μόνο που απαίτησε η Σαχίνη για την συνάντηση, ήταν να ανταμώσουνε στην όαση και με έναν ελληνικό κοχλία, να εκκινήσουν μία κρήνη, αέναη, να αναβλύζει ελευθερία, καθώς το νερό, πριν τρέξει στις βραγιές κι στις ποτίστρες, να μετεωρίζεται ελεύθερο,από τον κρουνό στην άμμο, και να μαζεύονται αποδημητικά πουλάκια κάτω από το δέντρο της Ζωής. Έτσι και έγινε.