Οι ηδονές της Αϊσέ [20]
20-04-2018

20. Ο ερημίτης

 

Εμβρόντητος και σιωπηλός, ο Αλούφ εγκατέλειψε την μονιά της Σαχίνης, αγόρασε δυο καμήλες, τις φόρτωσε χρειώδη και ξηρά τροφή, τυλίχτηκε με ένα μαύρο μανδύα και χάθηκε από την Σούρα. Στην όαση, χάραξε έναν κύκλο με το ραβδί του, μάσησε χουρμά, έλαβε όρκο αλουσίας, σιωπής και περιπλάνησης και χάθηκε στις θίνες της άμμου που δεν έμοιαζαν να έχουν τελειωμό.

Πενθούσε. Κυρίως απαγόρευσε στον εαυτό του να σκέφτεται και να νοσταλγεί. Η περιέργειά του, πέταξε ωσάν το πτηνό Ροκ και η ματιά του έχασε συνειδητά την φλογώδη της λάβα. Προσπάθησε να χάσει πάνω στη ράχη της καμήλας του, την τέχνη του προσανατολισμού, ώστε να αφήσει το ζωντανό να ορίζει την πορεία του, χωρίς παράγγελμα και χαλινό. Δεν μπόρεσε για ένα διάστημα να αποφύγει την εικόνα του προσώπου του γιατρού, αλλά συνέβη κι αυτό.

Ένα πράγμα λειτούργησε μέσα του, ανέκφραστο αλλά παντοδύναμο. Η λέξη «Λεόντιος» συνδυασμένη με ένα βάραθρο μίσους. Μόνο που δεν διαμόρφωνε εντός του σκηνές  εκδίκησης και φόνου, από ζήλεια ή φθόνο. Το σαρκίο, δεν τον ενδιέφερε. Ζητούσε να χαθεί στην έρημο και να αποφύγει κάθε βλαστό ζωής, κάθε πληροφορία που νόμιζε πως ήξερε, είτε για Σινά, είτε για την αμείλικτη, ιερή Κάαμπα. Μέσα του, το «πουθενά» στη θέση του «κάπου» και την αραβική λέξη σηφρ, ήτοι «μηδέν» στη θέση του σύμπαντος. Ήταν πλέον ο δούλος της καμήλας του. Τα βήματά της, βήματά του. Η διατήρησή της στην ζωή, η μόνη φροντίδα του. Κατάφερε να αδειάσει το μυαλό του σε επτά εβδομάδες και να απωλέσει την θλίψη του ,σε άλλες επτά. Δεν υπήρχε γι’ αυτόν ο έναστρος ουρανός. Μόνον ένα μαύρο πανί φορτωμένο λεκέδες. Μήτε ήλιος υπήρχε, αλλά το τυραννικό μάτι του παντεπόπτη Ζόφου. Λαχταρούσε τον ύπνο, δέκα φορές περισσότερο από το πρόσωπο της Σαχίνης. Όταν έβλεπε όνειρο, άνοιγε λάκκο και έθαβε το κεφάλι του, ώσπου να σκάσει. Άφησε τον φόβο να τον κατακτήσει και έγινε άφοβος. ‘Αφησε την ζωή να γλυστράει από τα χέρια του κι έτσι δεν πονηρεύτηκε ποτέ από το πάθος του θανάτου. Αυτοί που τον έβλεπαν να κυβερνάει, σκούρος λεκές, την καμήλα του, τον αγνοούσαν επειδή τον θεωρούσαν αντικατοπτρισμό, όραμα, θεοπτία, σημείο, ένα «σηφρ» στην κοινωνία των πραγμάτων που είχαν όνομα. Οι ελάχιστοι που του έδιναν σημασία, δεν μπορούσαν να τον ερμηνεύσουν. Για τους ελάχιστους που τον πρόσεξαν, ανάτρεχαν σε μια πίσσα, σε έναν λεκέ στον ορίζοντα. Ήταν ο Αλαχάντ. Ο Κανένας.

Βέβαια, η κινούσα Χειρ, η ζωοτόκος και παντοτινή, η σύνδεσή του με την χροιά του θανάτου, ήταν η καμήλα του. Με τον καιρό και με τα χρόνια, στην καμήλα του μεταλαμπαδεύτηκε η δράση, ο πόνος της ζωής, η  χάραξη του ταξιδιού, και με τον καιρό, κατάφερε και έγινε σοφή.

Ώσπου, χρόνους επτά από την αφάνειά του, η μαύρη του σκιά φάνηκε σε μέρος ονόματι Νιτρία, τόπο γεμάτο ερημίτες , που ζούσαν χωμένοι σε αρχαίους τάφους, σε μοναστήρια από βασάλτη και σε ομολογητές είτε θαμμένους ως τον λαιμό στην άμμο, είτε σκαρφαλωμένους σε υψηλές κολώνες και γύρω τους τρελοί θαυμαστές που τους κρατούσαν ζωντανούς με τα ελάχιστα.

Στα χρόνια εκείνα, αυτός ήταν ο πόνος του Έρωτα, και τα υπόλοιπα είναι γραμμένα σε χειρόγραφα που δεν διάβασε ποτέ κανείς. Ούτε καν ο Αλχανάντ, ο ερημίτης.