18. Στη χώρα της Κανέλλας
Ένα μικρό νησάκι, η Σούρα, τριγυρισμένο από υφάλους, ολόγυρα κρεμαστά λοφάκια από κοκκαλωμένη άμμο και μια όαση, όχι μακριά, με φοινικιές, ήταν η πρώτη εγκατάσταση των Γκιοραλήδων, εκεί τους άφησαν τα ναυλωμένα πλοία. Όπου η ακτή άφηνε τόπο για αμμουδιά, μυρμήγκιαζε από καλύβες και τέντες και ζωηρό εμπόριο. Η Σούρα ήταν το μόνο μέρος που κατοικούσαν αβασίλευτοι Άραβες, ο κακός σπόρος της Γης, που αδιαφορούσαν για Θεούς και Δαίμονες και περνούσαν καλά συναλλάζοντας το πλούτος των καραβιών με τα μαγικά εμπορεύματα της ερήμου και του Μεγάλου Νότου.
Κανένας γείτονας δεν τους έδινε σημασία και η Σούρα έμοιαζε καταραμένη. Δεν είχε αρχόντους, αλλά ήρεμους πειρατές. Κυκλοφορούσαν όλα τα νομίσματα της κούφιας γης και το μακρύ, βραδιάτικο παραμύθι, ήταν η μόνη τους διασκέδαση. Η γλώσσα τους, ένα κελάηδισμα από τραχιές λέξεις και πολλά νοήματα. Μετρούσαν με τα δάχτυλα και παζάρευαν αμείλικτα. Δεν είχαν νόμους, μόνον σκλάβους. Εκεί οι Γκιοραλήδες πρωτοείδαν πιστούς του Αλλάχ και μαύρους, κεραμιδένιους και κατακίτρινους λευκάζοντες λαούς. Όλοι έμποροι. Όλα ήταν ελεύθερα και πάλευαν μεταξύ τους μόνον όταν ζήλευαν γείτονες.
Το πιο φτηνό εμπόρευμα ήταν τα διαμάντια από τη χώρα του Σαββά, και ο Βαρσάκ ανακάλυψε πως εύκολα μπορούσε με αυτά να χαράζει τα λαζούλια, να τα σκαλίζει και να τα πουλάει. Μια ψηφίδα λαζούλι στο μέγεθος οφθαλμού, μπορούσε να ταΐσει όλο τον λαό των Γκιοραλήδων επί έναν μήνα. Έχτισαν έναν περίβολο από αμμόπετρες, έστησαν ένα κονάκι και δεκάδες τέντες ολόγυρα και φορούσαν συχνά και εκ περιτροπής τα όπλα τους, οπότε έπαυαν τα εμπόρια και οι κάτοικοι της Σούρας ήταν πολύ ευγενείς. Όλα τους φαινόταν των νεοφερμένων πολύ φτηνά. Έτρωγαν συχνά μάννα της ερήμου και φύλλα παπύρου από την Όαση, ενώ αφθονούσαν τα μεγάλα ψάρια, δελφίνια και χάρχαροι που τα έψηναν σε λάκκους στο χώμα, αρτύοντάς το με ορυκτό άλας και ένα πράσινο μυρωδικό, το πέππουρι.
Οι Σούρα ήταν πολύγαμοι και ασελγείς, άνδρες και γυναίκες, οπότε η Φυλή μεγάλωσε πολύ. Εμπορεύονταν παιδιά με μανία, ενώ έπαιρναν ουκ ολίγα από τους πολυμήχανους Υεμενίτες, αβασίλευτοι κι αυτοί. Τον γιατρό τον ξέχασαν ένα διάστημα, καθώς χάθηκε με ένα μακρύ μαντίλι κατά κεφαλής και εξέταζε έντομα, σκορπιούς, μπακακάκια, τρωκτικά και πλήθος παχύφυλλα φυτά και έφτιαχνε τα σερμπέτια τους, γιατρεύοντας τη Φυλή και τους πελάτες της. Επίσης, δεν υπήρξαν πιο τεμπέληδες πειρατές από τους κυβερνήτες τους. Δέχονταν τακτικά δωρήματα απ΄όλους, και σε κρατούσαν κοντά τους αν τους πήγαινες ένα φλασκί με την λατρεία τους- ένα μαύρο ζουμί που τους τρέλαινε και έκαναν μέρες να κοιμηθούν.Το έλεγαν Καουαταμπούνα.
Συνάθροιζαν τον πλούτο τους και απέφευγαν τις αγορές που δεν μπορούσαν να ανταλλάξουν, οπότε την ευχάριστη ζωή τους επηρέασε μια απόφαση της Λυγερής, που άρχισε να μη βγαίνει από την διάφανη τέντα της και φαινόταν νευρική. Ο Αλούφ έσκασε ώσπου να της βγάλει το μυστικό από την ευέξαπτη σάρκα της. Και αισθάνθηκε μεγάλη έκπληξη από την ανακάλυψη. Η κοπέλα χτυπήθηκε από έναν έρωτα, αναμίξ με λύπη και πάθος, και άρχισε να μη το κρύβει, καθώς κάθε τόσο έδειχνε τα δόντια της, όλα μαζί στο φεγγάρι και δεν ήταν μήτε γέλιο, μήτε θυμός.
Ήταν ο πόθος της Ερήμου, η επιδημία που λάβωνε όλους τους Σούρα.