Οι ηδονές της Αϊσέ [15]
13-04-2018

15. Ο ζεστός νότος

Όταν, ξεθαρρεμένη από τις γητειές του γιατρού, η Γκιορ Κισλά, το κορίτσι με τα μάτια σαν μάρμαρο, ζήτησε και της έφεραν ένα κερί αναμμένο και το κράτησε υπομονετικά κολλητά σχεδόν στο αριστερό της μάτι, στην αρχή ενοχλήθηκε από το πλησίασμα της φωτιάς, κι έπειτα, πήρε ώρα αρκετή, άρχισε να κυλάει, από την ανάβρα των δακρύων της, ένα ελαιώδες υγρό, και ράγιζε η εσωτερική παρειά του βλεφάρου της.

Χρειάστηκαν τρία μεγάλα κεριά, που της τα ετοίμαζε ο έμπειρος Βαρσάκ, ώσπου ο λευκός υμένας στον βολβό του ματιού της έγινε πιο λεπτός, όλο και πιο λεπτός, οπότε δεν άργησε η στιγμή που είπε με τρεμάμενη φωνή:

«Νομίζω πως βλέπω!»

Ο γιατρός της έδωσε θάρρος.

«Δεν βλέπεις ακόμη, αφού μόλις διακρίνεται η κόρη του ματιού σου. Αλλά σίγουρα, μπροστά σου βλέπεις σκιές να κινούνται, και αυτές οι σκιές είμαστε εμείς! Να κάνεις υπομονή, το γιατρικό σου βρέθηκε με την πρώτη δοκιμή. Είναι η ζέστη και μόνον η ζέστη».

Το κορίτσι έκανε υπομονή και όντως, ώσπου να ανατείλει ο Αστήρ του Πύθωνος στον λάγαρο ουρανό, είδε πρώτα τους απέναντι και έπειτα, δειλά, άρχισε να στρέφει την κεφαλή προς τοποθεσίες μέσα στην καλύβη, που έβγαζαν ήχους, ήχους που έως τότε άκουγε μα δεν έβλεπε. Ο Αλούφ ακολουθούσε το βλέμμα της και της εξηγούσε τα ονόματα των πραγμάτων που έβγαζαν τον ήχο, για να μάθει εφεξής να τα αναγνωρίζει. Και την φωτιά, από την εμπασιά του φούρνου, αλλά και την κλαγγή από τα ταλισμάν που κρέμονταν στην είσοδο της καλύβης.

Πήρε δώδεκα κεριά και τρεις ώρες, ώσπου να αφεθεί το μάτι της στην παντοδυναμία της όρασης. Το μάτι της αναδύθηκε από τα στρώματα του λίπους και η ίριδά του ήταν σκουρόχρωμη και η κόρη ανοιγόκλεινε, ανάλογα με το φως.

Και μετά ήρθαν τα δύσκολα. Καθώς δεν υπήρχε διαθέσιμο άλλο φιτίλι βαφτισμένο στο κερί, η φλόγα σώθηκε και μια λευκή ταινία άρχισε να σχηματίζεται και πάλι. Αλλά η εντύπωση των χρωμάτων και της κίνησης, που δεν είχε ιδεί ποτέ της, την είχε πείσει πως δύσκολα εφεξής θα άντεχε το σκοτάδι ή το δειλό αντιφέγγισμα που σπανίως παρατηρούσε. Μέσα της, ήθελε να βρεθεί τον ζεστό νότο, να μην έχει κάθε ώρα και στιγμή την υποχρέωση να πληρώνει τόσο βαριά την όρασή της. Στον νότο. Μπόρεσε να το ψελλίσει:

«Με την ζέστα, θαραπάηκα. Ποιος θα με πάει εκεί που θα βλέπω συνεχώς;»

Χωρίς να συνεννοηθούν, ο Βαρσάκ και η γυναίκα του, που ξέχασα να ονομάσω, ο Αλούφ και ο γιατρός, κάτοχοι και ιδιοκτήτες του ριζικού της Λυγερής, είχαν ήδη αποφασίσει άηχα αλλά ομόφωνα, το μέλλον του ταξιδιού στον Νότο. Δεν θα πήγαιναν ως οικογένεια, ή ζεύγη, ή ταξιδιώτες συντροφικοί.

Θα πήγαιναν ως Φυλή, ως Γένος, ως Έθνος παγανό και σεβαστικό, ως ομάδα. Με τους δουλευτές των καμινιών, τους υπηρέτες και τις δούλες, με τις φαμίλιες και τους περαστικούς. Και με όσους διαβατικούς θα συντύχαιναν στην διαδρομή και στο ταξίδι που θα χάραζαν.

Δεν το είχαν ακόμη σκεφτεί, αλλά η Φυλή τους θα λεγόταν των Γκιοραλήδων. Των τυφλών. Καθώς θα οδηγούσαν τη νεράιδα τους προς στο Φως, θα τιμούσαν το σκοτάδι που τους γέννησε και την νέα εποχή που τους ανήκε. Στον  ζεστό νότο.