Οι ηδονές της Αϊσέ [14]
12-04-2018

14. Η θεραπεία

 

Ο Αλούφ, σε κάθε καραβάνι ή έμπορα μοναχικόν, που περνούσε από τη λίμνη ακόμη και στους κακούργους της Ορδής που έφταναν να παζαρέψουν, άφηνε μηνύματα σε περίπτωση που θα τύχαινε  ο δρόμος τους στην Μεγάλη Αγορά, και συντύχουν έναν γιατρό συγκεκριμένο, να του πούνε πως τον γυρεύει «ο χαμένος φίλος στη λίμνη». Όταν κανένας πρόθυμος να βοηθήσει ρωτούσε το όνομά του, απαντούσε «δεν το ξέρω, αλλά θα είναι σίγουρα ο πιο πλούσιος, με την μεγαλύτερη πελατεία»

Χαιρετήθηκαν εγκάρδια και ο γιατρός επέμενε πως δεν τον ειδοποίησε κανένας και καθόλου. Απλώς η ουρά της Άρκτου άρχισε να πετάει πεφταστέρια κατά την Δύσι, φαινόμενο ασυνήθιστο, οπότε κατάλαβε πως ο σεβαστός πονεμένος φίλος του ήταν σε δίλημμα και σε προβλήματα και έχει μήνες πολλούς που τον αναζητά στης Ανατολής τα μήκη. Κουβαλούσε μαζί του ένα συρμάτινο γάντι από την πανοπλία του, που φρόντισε να το μαγνητίσει και αγρίευε κάθε φορά που άγγιζε νερό, άσφαλτο σημάδι πως κατευθύνονταν σωστά.

Ο εμίρης χάρηκε για τη συνάντηση, αλλά κράτησε επιφυλάξεις για τον τρόπο που του παρουσίασε το οδοιπορικό του. Και πρόσθεσε: «για να δώσω πίστη σε αυτά που λες, πες μου τι όνομα έχω αποκτήσει και δεν το ξέρεις». Ο γιατρός δεν δίστασε στιγμή. «Αλούφ σε λένε». Ο  Αλούφ ήταν έτοιμος να πέσει καταγής ενώπιον ενός νέου Μάγου και Προφήτη, αλλά ο γιατρός τον βάστηξε απαλά: «Μη τρελαίνεσαι, εύπιστη καρδιά. Πριν έρθω στην καλύβη του, πέρασα ώρα πολλή με τον σοφό Βαρσάκ και μου διηγήθηκε τα πάντα, με χαρτί και καλαμάρι»

Γνωρίστηκαν με την Γκιόρ Κισλά και ο Αλούφ πρόσεξε πως την αντιμετώπιζε ωσάν Σειρήνα και Θεά και ως ένα πελώριο αποτροπαϊκό ταλισμάν που έδιωχνε αν όχι όλους τους δαίμονες, τουλάχιστον του Περσικούς. Μετά, εξέτασε τα μάτια της.

«Αυτήν την πάθηση την έχω ξαναδεί σε μεγάλα ζώα, ελέφαντες και ταύρους, αλλά και σε πρόωρα βρέφη ανθρώπων που δεν έζησαν. Δεν έχουν κάτι τα μάτια σου. Αλλά τα βλέφαρά σου δεν βγάζουν δάκρυα, παρά λίπος. Και το λίπος δεν τρέχει ανεμπόδιστα, όπως τα δάκρυα, αλλά κολλάει πάνω στον βολβό του ματιού και σε εμποδίζει να βλέπεις»

«Εγώ νόμιζα πως είχα Λευκά μάτια, γι’ αυτό και τα δάκρυα μου ήταν λευκά και κυλούσαν αργά μόνον από το πλάι των ματιών» είπε η λυγερή.

«Όχι. Κατάλαβα τι έχεις. Είσαι γέννα παράξενη, που το νερό μπερδεύεται με τη φωτιά.»

«Και γατρεύεται;»

«Φυσικά! Δεν θα το είχες το πάθημα αν ζούσες σε θερμά κλίματα, μακριά από τους πάγους. Αν ζούσες στην Αίγυπτο και στην μακρυνή Ταπροβάνη, στη χώρα των Νασσαμώνων και στην Αραβία της Κανέλλας, θα έβλεπες μια χαρά. Διότι ο θερμός ήλιος λυώνει το λίπος και το κάνει λάδι, και τα δάκρυα είναι το λάδι των ματιών.»

«Δηλαδή» ρωτάει κόκκινος από χαρά ο Αλούφ «αρκεί  να μετακομίσουμε σε θερμά κλίματα;»

«Αυτό, ναι. Αλλά για να μεγαλώσει η χαρά σου, μπορεί να δει και σήμερα η κόρη».

Έφριξε ο ουρανός και εχάθη η γη από την χαρά  του ζευγαριού.

«Θα βρείτε κερί από μέλισσες και λαμπάδες από λίπος και η κόρη θα κρατάει τη φωτίτσα τους σχεδόν κολλητά στο μάτι, στο ένα ή και στα δύο. Το παγωμένο λίπος των ματιών θα αναλυθεί σε σταγόνες που θακυλήσουν χάμω. Και η Λυγερή σου θα βλέπει, όσο κρατά τη φλόγα του κεριού μπροστά στα μάτια της».