13. Η πρώτη συμβίωση
Στην ακρολιμνιά, κοντά σε παράξενους βράχους κι ένα κυπαρίσσι, στήθηκε η γιούρτη του Αλούφ και της Γκιορ Κισλά, με τη βοήθεια του Βαρσάκ και των δουλευτών του. Ήταν μικρότερη, αλλά την εφοδίασαν με τα προικιά της κόρης, και μόνον στην πυροστιά ο Αλούφ πάτησε πόδι και πέρασε το δικό του. Ήταν μια χτιστή, πήλινη αναβάθρα, δυό πήχες ύψος, που άφηνε χώρο να κοιμηθούν επάνω της δυο άνθρωποι, κι από κάτω ένας φούρνος με ένα στόμιο και από την άλλη πλευρά ένα άνοιγμα για να βγαίνουν οι στάχτες. Από διπλανούς καταυλισμούς, μισή μέρα δρόμο, βρήκαν γυναίκα που δούλευε όρθιον αργαλειό και παράγγειλαν τραχιά χαλάκια έναντι χρήσιμων σιδερικών. O Bαρσάκ φρόντισε να φτιάξει ένα παράξενο καζάνι και αρκετά χαλκοπούλια για πόσιμο νερό, ενώ ο τρόπος που καθάριζαν το σώμα του ήταν τρίβοντάς το με ένα χόρτο σαν σφουγγάτι, το εγιάτ , που φύτρωνε με τις λειχήνες κοντά στη λίμνη, με το τέλος του χειμώνα.
Ήταν βαρειά, ίσως και βαρετά χρόνια. Κανένας δεν τους πάντρεψε, απλώς, μήνες μετά , πέρασε ένας σαμάνος και τους ξεμάτιασε μια και καλή.
Για τον Αλούφ, η συμβίωση με την Λυγερή του, ήταν ό,τι πιο κοντά στον Παράδεισο.Της μάθαινε λέξεις της Δύσης κι εκείνη του τραγουδούσε ιστορίες με πολλά αχ και βαχ. Ποτέ δεν καταλάβαινε πώς βρισκόταν κοντά του, άηχη και ανάερη, ενώ δεν την άκουσε ποτέ να βήχει μήτε γνώρισε το γέλιο της. Η τυφλή του αγαπημένη, είχε το χάρισμα να γίνεται ορατή μόνο όταν το ήθελε. Εκείνη.
Η απασχόληση του Αλούφ με την δουλειά του Βαρσάκ, έφερε πολλές παραγγελίες και φημίστηκε σε πολλούς τόπους ως μοναδική. Έκανε καλούπι και έχυσαν μαντεμένιο αμόνι που δεν έσπαγε, καθώς πρόσθεσε στο μέταλλο, μυστικά συστατικά και γητειές. Έμαθε στον Βαρσάκ το μυστικό της λάμας που λυγάει κι επιστρέφει στη θέση της, ενώ για τις μυτερές και κοφτερές μάχαιρες δίδαξε πώς βαφτίζονται στο νερό και στο κάρβουνο. Το νερό που θερμαίνονταν και ζεματούσε, το φύλαγαν ως βάση για πλήθος αδιαθεσίες και αρρώστειες- στο τέλος το πουλούσαν κι αυτό. Αλλά ο Αλούφ έπαθε εκείνο το άλλο. Γνώρισε το πάθος και την έξαψη. Ενώ η παροδική γυμνότητα της Γκιορ Κισλά του ήταν οικεία, δεν την συνήθισε ποτέ. Διψούσε για την θέα της και νήστευε, ευχόμενος να την ξαναδεί. Αυτός, ο μαθημένος σε δημόσια λουτρά αμαζόνων και στα χαρέμια του, μπροστά την γυναίκα του, γινόταν άγουρος νηστευτής, παιδί που κατασκοπεύει και ευτυχής κοντά της.
Μέσα στις παγωνιές του καιρού και στο σπάνιο ολάνθιστο καλοκαίρι που βαστούσε όχι παραπάνω από έναν σεληνιακό μήνα, η Λυγερή κατάφερνε και διατηρούσε ζωντανή μια σαλαμάντρα, που ποτέ δεν έφευγε απο πάνω της. Συνήθως, κοιμόταν σε επαφή με το δέρμα της και μόνον τα καλοκαίρια ξέφευγε και αργοσάλευε πιάνοντα με τη γλώσσα της εκατοντάδες έντομα που ζούσαν ελάχιστα, ώσπου να ανθίσουν και να μαραθούν ο κοτίνιτσες, τα παχύφυλλα άνθη στα σύνορα της στέππας.
Μιλούσαν αραιά, δυο χρόνια δεν αγγίχτηκαν, αλλά εκείνος ήταν ευτυχής. Η παρουσία της έπεφτε στο σώμα του ως βροχή από πεφταστέρια. Ώσπου ο ωροσκόπος των ημερών έγινε από γαλάζιος κόκκινος και στο έβγα της γιούρτης του ζευγαριού εμφανίστηκε ο γιατρός, εκείνος που του έδειξε πρώτη φορά τα άστρα και τον γαλαξία.