12. Η αποκάλυψη
«Ζητώ την άδειά σας, να την κοιτάξω στα μάτια από κοντά, να την εξετάσω. Δεν θα την αγγίξω, κι ό,τι θα την ρωτήσω θα το ακούτε» παρακαλεί ο Αλούφ.
Δεν πήρε απάντηση και πλησίασε το πρόσωπο της Λυγερής του. Από κοντά, τα μάτια της ήταν σκεπασμένα με μια θαμπή γάζα από άγνωστο υλικό, που ωστόσο, αν πρόσεχες περισσότερο, έβλεπες πίσω απ΄αυτήν πως είχε κόρες αγνώστου χρώματος που κινούνταν, σαν ένα κανονικό μάτι.
«Βλέπεις καθόλου;» την ρωτά.
«Δύσκολο να απαντήσω» του λέει. «Δεν βλέπω πάντοτε από τα μάτια. Αλλά συχνά, ακούγοντας και αγγίζοντας η ψυχή, μέσα μου, βαθιά, ξέρει τι θα έπρεπε να ιδώ κι έτσι γίνεται. Μόνο που οι εικόνες δεν κινούνται. Του πατέρα μου το πρόσωπο, της μάνας μου και κάθε ρούχο που διαλέγω, τα έχω μέσα μου ωσάν ζωγραφισμένα»
«Βλέπεις με τα μάτια της ψυχής σου;»
«Ναι. Αυτό είναι»
«Σου φτάνει αυτό; Δεν θέλεις να γιατρευτείς;»
«Δεν ξέρω. ‘Οταν ακούω, φωνή ή κρότο, η ψυχή μου βλέπει λάμψεις, αστραπές και μαύρα σύννεφα. Όταν μυρίζω κάτι, είναι σα να έρχεται από αγρίμι που βρυχάται. Κι όποτε τρώω, αυτό που τρώω μου μιλάει. Είναι μπερδεμένο, αλλά η όραση δε μου λείπει.»
Ο Αλούφ, στη νέα ζωή που διάλεξε, δεν ήταν μήτε γιατρός, μήτε προφήτης. Ήταν ένας άλλος άνθρωπος πρόθυμος να αφοσιωθεί στην λατρεία της θύρας που άνοιξε για χάρη του ο Έρως. Γύρισε στους γονιούς της Γκιορ Κισλά, και τους είπε:
«Την πρόθεσή μου την ξέρετε ή την μάθατε. Επιθυμώ να την γιατρέψω και να της δώσω μάτια σαν και τα δικά σας. Αλλά πρέπει να μείνω κοντά σας, να έχω καλύβα, να δουλέψω το ζήτημα. Αυτή είναι η πρόθεσή μου. Βέβαια,η κόρη σας ανήκει, εσείς την γεννήσατε. Αλλά επιθυμώ να σας υπηρετήσω σε ό,τι κάνετε, στα εμπόρια, στις τέχνες σας, σε ό,τι πείτε. Είναι ένα παιδί ξεχωριστό και θέλω να είναι μαζί μου όποτε κρίνετε εσείς»
Ο Βαρσάκ και η γυναίκα του, κοιτάχτηκαν. Πολλά τους έτυχαν και ανακάλυψαν με μια απλή επίσκεψη. Στο τέλος μιας αμήχανης σιωπής, κατάφεραν, μαζί και χώρια, να εξηγήσουν στον Αλούφ τι συνέβαινε.
«Δεν είσαι τυχαία εδώ. Εμείς, τύχαμε και βρεθήκαμε. Το παιδί αυτό, το λέμε και μπροστά του, δεν είναι δικό μας παιδί. Μας χαρίστηκε. Μια σταλιά ανθρωπάκι, που έκλαιγε και πεινούσε. Το θρέφαμε με γάλα από τα ζωντανά μας και τρομάζαμε με τα άσπρα του μάτια. Αλλά μας ένωσε η φροντίδα που του δείξαμε και το αγαπούσαμε, όσο κι αν μεγαλώνοντας μας ξάφνιαζε η φύση του. Επειδή ήταν σοβαρό συνεχώς και ποτέ δεν γελούσε. Το δείξαμε σε ιερωμένους και όσους σοφούς γνωρίζαμε, δεν ήταν και πολλοί και όλοι, μα όλοι προφήτεψαν πως κατέχεται από ανήσυχο και ειρηνικό πνεύμα. Και αν φύγαμε από το κάστρο, δεν ήταν η πρώτη φορά που φύγαμε από κάπου, ήταν επειδή μάθαμε πως ο εμίρης του ενδιαφέρθηκε για την κόρη αυτή. Ένας γέροντας μας είχε πει: θα φεύγετε κάθε φορά που κάποιος το ζητάει, αλλά θα δεχτείτε να το δώστε στον πρώτο που θα το ψάξει. Και είσαι εσύ ο πρώτος που το αναζήτησε. Κάμε όπως θέλεις, μείνε κοντά μας ή ταξίδεψέ του εκεί που σε οδηγεί η μοίρα. Είδαμε τα σημάδια και καταλάβαμε ότι δεν έχουμε εξουσία επάνω του».
Ο Αλούφ, ευχαρίστησε, η επίσκεψη έλαβε τέλος και βγήκε να διαλέξει τόπο για να κατοικήσει, σε απόσταση αναπνοής από τα καμίνια. Αλλά κοντά στο νερό.