Οι ηδονές της Αϊσέ [11]
09-04-2018

11. Κάτω οι μάσκες!

 

Ο Βαρσάκ, κοίταξε την κόρη του, ο Αλούφ τον Βαρσάκ και η κόρη κανέναν. Είχε ίδιο μπόι με τον πατέρα της και έφτανε ως το πηγούνι του Αλούφ.  Αρχίζω να την περιγράφω εκ των κάτω προς τα άνω.  Δίχαλα πέδιλα, πάτους με φελλό και παχειές κάλτσες πολύχρωμες. Ρόμπα ροζ μεταξωτή με κεντήματα βαθυγάλαζα με ψηλό λαιμό. Τα χέρια της χωμένα σε μανσόν από αλπακά, πολύ γυαλιστερόν. Ξυρισμένοι κρόταφοι γουλί, αλλά βαμμένοι με χέννα που έδειχνε δράκους από την Κατάη. Τα μαλλιά της πλεγμένα σε πυραμίδα που  γινότανε μυτερή στην κορυφή, μια πήχη ύψος, άρα περνούσε δυο δάχτυλα τον Αλούφ. Δεμένα με ένα κορδόνι σκληρό, από χρωματιστές τρίχες αλόγου, που τέλειωνε στην μύτη της πυραμίδας με λαζούρι και στεφάνωνε το μέτωπο με τρία όμοια μπριλάντια. Στη μέση του μετώπου, πάνω από τη μύτη, ζωγραφισμένο ένα πελώριο μάτι.Όλο το υπόλοιπο πρόσωπο ήταν κάτασπρο και μόνο στη θέση των χειλιών, ένας πορφυρός κύκλος, θαρρείς με διαβήτη. Φρύδια και τσίνορα ξυρισμένα και στη θέση των ματιών, δυο λευκά αμυγδαλωτά σαν από μάρμαρα μάτια. Δεν υπήρχαν κόρες, μήτε κόκκινες φλεβίτσες στο ασπράδι.

«Πώς ξέρεις ποιος είναι;»ρωτάει ο πατέρας της. «Απ’ τη φωνή» του απαντά. «Απ΄τη φωνή. Α βότσε»

«Μια φορά τον άκουσες που ήσουνα μικρό παιδί, και τον θυμάσαι;»

«Αυτό θυμάμαι. Που τον άκουσες να μιλάει και είπες  στη μάνα μου πως πρέπει να φύγουμε από τα παζάρια του κάστρου της ερήμου και να χαθούμε σε άλλα μέρη, επειδή ο εμίρης με κοίταξε έντονα και θα με ζητούσε στο χαρέμι του, κι ας ήμουνα πολύ μικρή»

Ο Αλούφ κατάλαβε πως έπρεπε να ανοίξει την καρδιά του.

«Με λένε Αλούφ και επιμένω. Ανίσως ήμουνα εμίρης ή ιερωμένος ή πολέμαρχος, αν είχα χαρέμι ή ζούσα μέσα σε γούρνα με βατράχια, δεν είχε καμία σημασία από την ώρα που είδα το πρόσωπο της Λυγερής σου κόρης χτισμένο στο βουνό. Διότι εσένα πόθησα, κόρη με τα παγωμένα μάτια και έκτοτε σε αναζητώ. Τώρα που σε βρήκα, δεν θα σε χάσω. Αν δε με θέλεις, θα περιμένω. Αν με διώξεις, θα αρνηθώ. Αν με χτυπήσει ο πατέρας σου, δεν θα αντιδράσω. Αν με σκοτώσει, θα πεθάνω με το όνομά σου στα χείλη.»

Ο Βαρσάκ, εμβρόντητος, το μόνο που βρήκε να πει ήταν «καλά, σε τι γλώσσα τα λέμε όλα αυτά, και πως καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον;»

«Δεν ξέρεις την παντοδύναμη γλώσσα του πόθου» σχολιάζει ο Αλούφ. «Δεν ξέρεις πως αν σου ζητούσα το παιδί και μου ζητούσες όλο το κάστρο της Ερήμου, θα σου το χάριζα μετά χαράς. Και τώρα που βλέπω την ανθισμένη κόρη σου, δίνω δίκιο στο πόθο μου»

«Δεν θα έπαιρνα το κάστρο σου. Αλλά θα το κυβερνούσα καλύτερα από εσένα. Αν έκανες τόσο ταξίδι για την κόρη μου, είναι σημάδι πως την θέλεις και κανένας πατέρας δεν θα αρνιότανε μια τέτοια τύχη στο βλαστάρι του, κι ας μου λείψει,  σα να έχανα χέρι ή πόδι. Αλλά η Γκιορ Κιζλά μου είναι τυφλή. Το βλέπεις»

«Δεν είναι τυφλή» απαντά ο Αλούφ. «Απλώς δεν βλέπει. Έχει διαφορά»

Η γυναίκα του Βαρσάκ, βγαίνει από την κουρτίνα και αγκαλιάζει την κόρη της. Βλέπει τον Αλούφ κι εκείνος καταλαβαίνει πως τον συμπαθεί. «Μα τι λες, γιατί δεν βλέπεις τον πόνο μας;» τον ρωτάει.

«Δεν είναι τυφλή» επιμένει σταθερά ο Αλούφ. «Τυφλό ήταν το πρόσωπο που έβλεπα στο παγωμένο βουνό. Κι εγώ την αναζητώ για να την γιατρέψω»

«Είσαι γιατρός ή μάγος ή δαίμονας;» ρωτάει ο Βαρσάκ πελαγωμένος.

«Όχι, αλλά για χάρη της θα γίνω» λέει ο Αλούφ.