10. Αλούφ
Έτυχε εκείνον τον καιρό να φανεί κομήτης, τόσο χαμηλά στο στερέωμα του ουρανού, ώστε οι ανταύγειές του τα βράδια, φώτιζαν τα νερά της λίμνης Εζέρμπα. Στα καμίνια και στα φυσερά του πεταλωτή, οι δουλευτές του είτε ανησυχούσαν, είτε το έπαιρναν ως καλοσημαδιά. Όταν λοιπόν φάνηκε ένας στεγνός ταξιδιώτης πάνω στην καμήλα του, αμέσως ρώτησαν τη γνώμη του για το Μέγα Σημείο.
Πιάσανε κουβέντα μαζί του, περισσότερο με χειρονομίες και επιφωνήματα. Ήταν δουλευτές από παντού, από τα γύρω καλύβια αλλά και την Ινδία. Έως και από την Κατάη δούλευε ένας, περίτεχνα, που ήξερε να φτιάχνει καρφιά με καλούπι.
Αυτός που τους μιλούσε και τους έδειχνε με τα εκφραστικά του χέρια, δεν έμοιαζε με τον εμίρη, με τα μαλλιά κότσο και το γένι ως τη μέση. Ήταν ένας αδύνατος με κάθετη ρυτίδα στα μάγουλα και πηγούνι δίχαλο, με μια κοτσίδα ως τη μέση, ομορφάντρας. Όταν ο πεταλωτής εδέησε να ξυπνήσει, βαρύς από βραδυνή μέθη, και είδε τον νεοφερμένο, τον ρώτησε πως τον λένε κι εκείνος απάντησε:
«Είμαι ο Αλούφ, από τη Μαύρη θάλασσα».
«Κι εγώ ο Βαρσάκ ο Χάλδος»
«Γείτονας, θα έλεγα»
«Πες το κι έτσι. Σπάνια περνάνε από εδώ οι γείτονές μας. Ο δρόμος τους είναι από την άλλη όχθη της λίμνης»
«Εγώ ακολουθώ τα άστρα»
«Έλα να μιλήσουμε, να σε φιλέψω. Στα μέρη μας, πρώτα φιλεύουμε και μετά μιλάμε»
«Καλωσύνη σου»
Γονάτισε την καμήλα του και τον πήγε στην γιούρτη του. Ήταν μια στρογγυλή καλύβα, ευρύχωρη, από κετσέδες δεμένους σε ευλύγιστες βέργες, στρωμένη με ψαθί και στο κέντρο μια θράκα. Πριν τον δεχτεί, προηγήθηκε κι ακούστηκε να μιλάει με γυναικείες φωνές στο εσωτερικό, ώστε όταν τον κάλεσε μέσα, μια κουρτίνα έκρυβε τις γυναίκες.
«Βαρσάκ, πώς έγινε και βρέθηκες εδώ;»
«Δεν χρειάστηκε να ακολουθώ των ουρανών τις οδηγίες. Αναγκάστηκα να φύγω από τον τόπο που ρίζωσα, αλλά δεν μιλάω γι αυτά. Είσαι και άγνωστος. Πες μου καλύτερα για σένα. Αλδούπ είπαμε;»
«Αλούφ»
«Λοιπόν, Αλούφ, πες μου την ιστορία σου, αν δε σε βαραίνει κρίμα βαρύ. Οι μέρες είναι γκρίζες και σύντομες και οι νύχτες ατελείωτες και παγωμένες. Είσαι περαστικός ή έχεις τόπο στο μυαλό σου, να στεριώσεις;»
«Δεν θα άφηνα τον τόπο μου αν δεν ήταν συνεχώς ματωμένο το φεγγάρι. Η θάλασσα ήταν γεμάτη ψάρια και στα βουνά ολόγυρα, είχε καρπούς για πούλημα. Μύγδαλα, καρύδια, τέτοια. Αλλά η φαμίλια μου ζούσε εκεί που χυνόταν ένα ποτάμι και μια μεγάλη γέφυρα. Στη μια πλευρά έμεναν αρματωμένες γυναίκες αυτοκυβέρνητες και στην άλλη φυλές από σπανούς και κατάχλομους καβαλάρηδες που τόξευαν το κάθε τι και δεν είχαν ησυχία. Η φαμίλια μου αφανίστηκε και έφυγα από τους πολέμους τους.»
«Έτσι εξηγείται που πήρες τον κάτω δρόμο. Από τη Μαύρη θάλασσα, κι όσο υπάρχει ανατολή ηλίου, τέτοιες φυλές κατοικούν σε δυο ημερών απόσταση, εκεί που συνορεύει το δάσος με την έρημο. Τουράν και Ογούζ και η άθεη Ορδή. Λένε πως μόνον η Κατάη τους κρατά μακριά, με μεγάλα τείχη και στρατό. Και στην Ινδία δεν φτάνουν- είναι πολύ ψηλά τα βουνά που τους χωρίζουν»
«Τάτα σγκολκ Αλούφ περμενέμε» ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή. Δηλαδή «Πατέρα, δεν τον λένε Αλούφ»
Και η Γκιορ Κιζλά μισάνοιξε την κουρτίνα.