ΟΙ ΔΕΞΙΟΧΕΙΡΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Έψαξε το αριστερό μου χέρι, το ελεύθερο
το κράτησε γερά μες το δικό του αριστερό
οι ανάσες όλο πιο κοφτές, λαχανιασμένες
– απόκρημνη πάντα η πλαγιά της μοναξιάς.
Όλο λιγόστευε το φως, κατέβαινε σκοτάδι
το κρύο, το ψιλόβροχο, οι ξαφνικές φωνές
από εκεί κοντά, λίγο μας ένοιαζαν. Ερίζανε
του πάρκου οι σκιές για λίγη άσπρη σκόνη.
Έψαξε το χέρι μου, το αριστερό μου χέρι
ήμασταν βλέπετε και οι δύο, δεξιόχειρες.