Μπορώ απόψε να κοιμηθώ εκεί;
17-10-2017

Ώρα που τρέχουμε πίσω από τον ίλιγγο του χρόνου να μην σκουριάσουν οι ευτυχίες , σε καλoκαιρινές κουζίνες, στα πάρκα , στις πλαστικές καρέκλες των σινεμά, στις βουβές διαδρομές, τις εξωφρενικές έσω πορείες διαμαρτυρίας μας, όλα πάντα εκεί, tribute στο άυλο της ύπαρξης. Σαν ηλιοτρόπια ακολουθούμε τους ήλιους του καλοκαιριού, πανηγυρικά μόνοι, με έντονη την παρήχηση του δ. Τώρα που το σκέφτομαι, το στόμα μας είναι ενας στρατός αρμάτων που παλεύει να νικήσει ένα λουλούδι, αλλά πως γίνεται να νοσταλγείς κάτι που ήδη έχεις λησμονήσει; Σε “συναντώ’ στις κυλιώμενες σκάλες μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, στα ξεχαρβαλωμένα σανίδια μιας υπό κατάρευση αποβάθρας, πάνω στις άσπρες διαχωριστικές γραμμές του δρόμου στο βλέμμα των φίλων μου που επιστρέφουν απ’τα ταξίδια τους πιο μόνοι από ποτέ και μετά τις οχτώ το βράδυ ή θα πίνουν καφέδες ή θα κάνουν ότι φιλιούνται μεταξύ τους κολακεύοντας ο ένας τον άλλο χαμερπώς.Θα κατέβω να πάρω τσιγάρα, θα ποτίσω με το σάλιο μου το χαμόγελο που κάποιος φύτεψε όπου βρήκε ελεύθερο χώρο πάνω μου, θα αποφύγω τα λεωφορεία, τους πυροσβεστικούς κρουνούς τις αποχετεύσεις των πολυκατοικιών, τα φρεάτια και τους υπαλλήλους του δήμου που τεμαχίζουν σωληνώσεις, θα καθαρίσω τα ρούχα μου από τον λιγοστό τους χειμώνα, θα πάρω αναπνοές , θα ονειρευτώ ότι είμαι η κοκκινόσκονη που έρχεται και ότι καλύπτω κεφάλια, σούρουπα και stands περιπτέρων (εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή, εκπνοή), θα ξεκολλήσω στα γρήγορα το χάδι σου απ’το κεφάλι μου γιατί ξέρω πως η ομορφιά εσένα σε τρομάζει (Γεια! Καλά; Νομίζω καλά. Κι εγώ καλά νομίζω), θα αλλάξω παράγραφο ακριβώς την στιγμή που ένα έντομο προσγειώνεται με εφεδρικές στην οθόνη, ο μοναδικός μου δαίμονας θα είναι ο άχρονος χρόνος (ποιος είν’ αυτός; τι λέει; γιατί;) και τα παράγωγά του και με συρρικνωμένη την συνείδηση θα επαναπροσδιοριστώ ως έμβιο ον (τι λέμε; Παρακαλώ παρακαλώ λέμε). Τίποτα δεν συμβαίνει που να μην χτίζει κι ένα μικρό σπίτι μέσα μου. Έχω γεμίσει από μικρά σπίτια κατοικημένα από ασήμαντους ήχους, σκέψεις, μνήμες κι οι άνθρωποι γίνονται τόσοι δα, χωράνε και δεν φεύγουν ποτέ. Το φευγιό είναι η εύκολη λύση καθώς κρύβεσαι σε κάτι σκοτεινά υπόγεια που έχουν θέα απόλυτα τετραγωνισμένους ακάλυπτους και πείθεις ή πείθεσαι πως υπάρχει θεία πρόνοια.Κάτι να συμβεί στα σύννεφα να αρρωστήσουν βαριά και να με συγχωρέσουν. Τα Σαββατοκύριακα ευνοούν τα παιχνίδια (αυτο)εντυπωσιασμού, εμένα όμως αυτή η υγρασία μου τσακίζει τα κόκαλα. Μου δίνω προθεσμία από 4 ώρες μέχρι 5 μέρες. Τόσο μπορώ να κάνω ότι δεν βλέπω το ραντάρ μου. Τόσο μπορώ να κάνω και ότι το βλέπω. Τόσο χρόνο μπορώ πλέον να μπορώ οτιδήποτε. Τόσο χρόνο μου επιτρέπεται πλέον να φοβάμαι. Μεταχειρισμένα χαμόγελα. Μεταχειρισμένες συνειδήσεις που εξαπλώνονται σαν καλπάζουσα μόλυνση. Ανέγγιχτοι στη χώρα των μην αγγίζεις εκεί. Ατρόμητοι δήθεν στην όχθη του ποταμού δεν μπορώ και δεν γίνεται, μέχρι να δούμε το άθαφτο κουφάρι της ψυχής μας να περνά. Όλα μπορώ να τα μπορέσω. Το μόνο που δεν αντέχω είναι η ομορφιά σου, και ναι. Είμαι τσογλάνι . Τολμώ και νοσταλγώ. Λοιπόν;