“Θα γυρίσεις. Όλοι γυρίζουν.”
“Κι αυτοί που δεν γύρισαν;”
“Αυτοί δεν έφυγαν ποτέ.”
“Καλή απάντηση. Εγώ πάντως δεν είμαι σαν όλους τους άλλους.”
“Αυτό, μας το ‘παν κι οι άλλοι”.
“Εγώ το δείχνω κιόλας. Δεν θέλω να γυρίσω.”
“Μπα; Και γιατί παρακαλώ;”
“Γιατί θα έχεις αλλάξει άρωμα από τότε που βρεθήκαμε τελευταία φορά. Δεν με νοιάζει το χρώμα των μαλλιών σου, η μυρωδιά σου με νοιάζει. Που θα είναι ξένη.”
“Δέκα λεπτά θα σου πάρει να τη συνηθίσεις.”
“Μπορεί, πάντως θα είναι δέκα λεπτά περισσότερα από όσα θα έπρεπε. Γεμάτα αμηχανία και τύψεις. Όχι, δεν θα πάρω. Γιατί αν μου πάρει δέκα λεπτά για τη μυρωδιά, σκέψου πόσο θα πάρει για να συνηθίσω το σώμα σου”.
“Αυτό, ούτε πέντε δεύτερα”.
“Επίσης καλή απάντηση, αλλά και γι’ αυτό αμφιβάλλω. Μετά από τριακόσιες ξένες συνουσίες, θα έχεις ξεχάσει πώς κάνουμε έρωτα, θα προσπαθείς να με χωρέσεις σε συνήθειες και κινήσεις τρίτων, θα είναι άγαρμπα και θλιβερά.”
“Άγαρμπα και θλιβερά; Εμείς οι δύο;”
“Εμείς και κανένας άλλος. Γιατί εμείς οι δύο έχουμε πάψει να υπάρχουμε, κι είναι καιρός να πάψουμε να προσποιούμαστε ότι υπάρχουμε. Οι ανύπαρκτοι δεν βρίσκονται.“
“Δεν βαρέθηκες τους φανταστικούς διαλόγους;”
“Δεν έχω πραγματικούς. Αλλά τώρα που ανέφερες…”
[ Οι διάλογοι αυτοί είναι δικοί μου ή ξένοι, πραγματικοί ή φανταστικοί, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι τους διαβάζετε ως διαλόγους μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας, και έχετε ήδη άποψη για το ποιος λέει τι. Ξεχάστε την εικόνα που τους συνοδεύει. Σκεφτείτε ότι μπορεί να είναι και διάλογοι δύο ανδρών. Και ξαναδιαβάστε τους έτσι. Αλλάζει η ιστορία; Δεν θα έπρεπε. ]